Ευτυχώς ο δρόμος ήταν άδειος,
ψιλοέβρεχε ήταν και περασμένες έντεκα. Φορούσες την νυχτικιά και από πάνω πρόχειρα τη ζακέτα και ένα παιδί στην αγκαλιά, γαντζωμένο πάνω σου.
Το σκέπαζες να μη βραχεί με τα χέρια σου γιατί ..
δεν είχες πάρει ούτε καν ομπρέλα.
Μα ποια ομπρέλα να σκεφτόσουν, εδώ παπούτσια δε φόρεσες.
Κοίταξες τα πόδια σου ..είχαν ήδη ποτίσει οι κάλτσες, τι να συγκρατήσουν οι παντόφλες που ήταν ίσα με το δρόμο.
Δεν κρύωνες ωστόσο,
όσο κι αν πότιζε η φθινωπορινή βροχή όλο το κορμί σου.
Αντίθετα μέσα σου έβραζε ένα πύρινο καζάνι, ένιωθες τις φλόγες της φωτιάς να ορμούν σε όλο το κορμί σου.
-Μαμά που πάμε;
Ξάφνου η φωνή του μικρού σίγασε τις φλόγες σου.
-Μαμά με ακούς;
Που πάμε;
-Μπροστά γιε μου
Μπροστά..εκεί που ξημερώνει.
Σοφία Τανακίδου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου