Τετάρτη 29 Ιουνίου 2022

Η γραμμή του ορίζοντος (της Σοφίας Τανακίδου)





 


Η νεαρή κοπέλα κρατούσε ένα βιβλίο στα χέρια της και το διάβαζε με απίστευτη προσήλωση. Σαν να μην την ενδιέφερε τίποτα άλλο εκείνη τη στιγμή. Τίποτα άλλο εκτός από την ιστορία που διάβαζε. Εκείνος όμως, δεν έπαψε στιγμή να την κοιτάζει από την ώρα που ανέβηκε στο λεωφορείο. Κι όσο εκείνη ήταν προσηλωμένη στο διάβασμα του βιβλίου της, άλλο τόσο αυτός ήταν προσηλωμένος πάνω της. Ξαφνικά δεν υπήρχε γύρω του κόσμος, είχαν αδειάσει όλα τα καθίσματα, δεν υπήρχε καν λεωφορείο, παρά μόνο εκείνη κι η θέση της κι αυτό το αναθεματισμένο βιβλίο που την είχε κατακτήσει ολότελα. Τόσο που ούτε τον είχε προσέξει. Κι όμως το ήξερε ότι ήταν ένας γοητευτικός άντρας, που αν τον κοίταζε για ένα δευτερόλεπτο θα την συγκινούσε, ένα βλέμμα της μόνο έφτανε να ρίξει προς αυτόν και θα ήταν δική του, το ήξερε... Όπως ήξερε πως εκείνη χωρίς να του ρίξει καν ένα βλέμμα τον είχε κατακτήσει! Ένα χαμόγελο χαράχτηκε ξαφνικά στα χείλη της, μια μικρή γκριμάτσα έσπασε την μελαγχολική διάθεση της. Τι άραγε διάβασε; Ποιες λέξεις προκάλεσαν αυτό το αχνό χαμόγελο; Γιατί χαμογελούσε διαβάζοντας λέξεις κι όχι κοιτώντας αυτόν; Αυτός ήταν ικανός να την κάνει ευτυχισμένη, να κάνει αυτή την μικρή γκριμάτσα αληθινό ολόκληρο χαμόγελο. Αν τον κοιτούσε έστω για ένα δευτερόλεπτο. Μα όσο επιτακτικά την κοίταζε αυτός, τόσο επιτακτικά εκείνη χωνόταν μέσα στο βιβλίο της. Πώς μπορεί κάποιος να μισήσει τόσο ένα βιβλίο; Ήθελε να της το αρπάξει και να το κάνει κομμάτια. Να πάψει πια να το κοιτά και να κοιτάξει μόνο αυτόν! Αντί να τον κοιτάξει, όμως, τράβηξε μηχανικά ένα στυλό από την τσάντα της κι έγραψε κάτι πάνω στο σελιδοδείκτη κι ύστερα συνέχισε πάλι να διαβάζει ξανά και ξανά μέχρι που το λεωφορείο ξαναγύρισε πίσω, μέχρι που ο κόσμος και τα καθίσματα όλα ξαναγύρισαν πίσω και μπήκαν ανάμεσα τους, μέχρι που εκείνη σηκώθηκε και κατευθύνθηκε στην πόρτα που άνοιξε και...

Έτρεξε να την προλάβει να κατέβει στην ίδια στάση αλλά ο κόσμος τον εμπόδιζε, έσπρωχνε, μα κανένας δεν καταλάβαινε την αγωνία του να του κάνει χώρο να την προλάβει. Οι πόρτες έκλεισαν και το λεωφορείο ξεκίνησε πάλι, σβήνοντας κάθε ελπίδα να προλάβει να την ακολουθήσει. Έσκυψε το κεφάλι απογοητευμένος και τότε το είδε... μια μακρόστενη λουρίδα χαρτί στο πάτωμα: Ο σελιδοδείκτης της! Τον σήκωσε από το πάτωμα. Πίσω από τον σελιδοδείκτη ήταν γραμμένοι κάποιοι αριθμοί.

"Μάλλον σελίδες έχει σημειώσει" σκέφτηκε. Γιατί άραγε είχε σημειώσει αυτές τις σελίδες; Δεν μπορούσε να την βρει, αλλά μπορούσε να αναζητήσει το βιβλίο. Να μάθει τι έγραφαν αυτές οι σελίδες του. Τι ήταν αυτό που την κράτησε δέσμια των λέξεων του και δεν γύρισε να του ρίξει έστω ένα βλέμμα.

Κατέβηκε βιαστικά από το λεωφορείο και μπήκε στο πρώτο βιβλιοπωλείο που συνάντησε και έδειξε τον σελιδοδείκτη στον υπάλληλο.

"Θέλω αυτό το βιβλίο" είπε.

Ο υπάλληλος το κοίταξε για ένα δευτερόλεπτο κι είπε με σιγουριά.

"Λυπάμαι δεν υπάρχει".

"Αν το παραγγείλω θα το φέρετε;"

"Συγνώμη, μάλλον δεν καταλάβατε! Δεν είπα πως δεν το έχουμε!Σας είπα πως δεν υπάρχει! Έχει πεθάνει ο συγγραφέας και οι συγγενείς του δεν έχουν δεχτεί να γίνει επανέκδοση. Το γνωρίζω γιατί μου το έχουν ζητήσει κι άλλοι πελάτες μου! Ίσως αν ψάξετε σε κάποια σάιτ να πουλιέται από συλλέκτες, αλλά να ξέρετε οι τιμές είναι εξαιρετικά υψηλές"

"Δηλαδή δεν υπάρχει τρόπος να το βρω για να το διαβάσω;"

"Για να το διαβάσετε πιστεύω ότι κάπου θα υπάρχει, αν ψάξετε ίσως σε δανειστικές βιβλιοθήκες..."

Βγήκε απογοητευμένος από το βιβλιοπωλείο... δεν θα μάθαινε λοιπόν ποτέ του, τι υπογράμμισε το χέρι της; Τι υπογράμμισε η ψυχή της; Δεν μπορούσε να συμβαίνει αυτό! Πρώτα έχασε εκείνη και τώρα χάνει τον λόγο που τα χείλη της χαμογέλασαν, που το βλέμμα της δεν αντάμωσε το δικό του. Όχι, θα έβρισκε το βιβλίο κι όταν έβρισκε το βιβλίο μετά ήταν σίγουρος πως θα έβρισκε και εκείνη, κάπου είχαν κρυφτεί κι οι δυο τους μαζί, κάπου στο βάθος του ορίζοντα που απλωνόταν μπροστά του θα την έβρισκε. Κι εκείνην και το βιβλίο... γιατί πια το είχε συνειδητοποιήσει πως εκείνη και το βιβλίο ήταν ένα και το αυτό... 

Την επόμενη μέρα πήρε το ίδιο λεωφορείο, την ίδια ακριβώς ώρα, μόνο εκείνος όμως. Ήταν πάλι γεμάτο κόσμο, πόσο άδειο όμως γι' αυτόν. Αυτή τη φορά κατέβηκε στην στάση της. Κοίταξε τριγύρω! Προς τα πού να είχε πάει; Αριστερά, δεξιά, μπροστά, πίσω; Δεν είχε ιδέα, δεν είχε δει προς τα πού είχε κατευθυνθεί, ένα αερικό ήταν που χάθηκε όπως εμφανίστηκε. Κι αν δεν είχε ακόμη τον σελιδοδείκτη στα χέρια του θα άρχιζε να πιστεύει πως ήταν απλά ένα όραμα, μια οπτασία που γεννήθηκε μόνο για εκείνον για να τον βγάλει από το τέλμα της καθημερινότητας του, που δεν είχε τίποτα να τον εκπλήξει, τίποτα να τον ευχαριστεί, τίποτα πια να τον ενδιαφέρει και να τον συναρπάσει εδώ και τόσο καιρό! Έκανε κύκλους πέρα δώθε γύρω από τη στάση, κατηφόρισε όλα τα στενά, βήμα βήμα, ελπίζοντας πως κάπου θα την συναντήσει. Μάταια όμως! Και τότε είδε ένα παλιό επιβλητικό κτίριο "Δημοτική βιβλιοθήκη" έγραφε απέξω! Ένα δυνατό επιφώνημα αντήχησε στα χείλη του κι έτρεξε προς την είσοδο... Η βιβλιοθηκονόμος του χαμογέλασε απλόχερα.

"Τι θέλετε;"

"Αυτό το βιβλίο" πρόφερε δείχνοντας της το σελιδοδείκτη.

"Μισό λεπτό" του απάντησε και άνοιξε την οθόνη του υπολογιστή της.

"Δεν βρίσκεται αυτή τη στιγμή εδώ το έχει δανειστεί πριν λίγες μέρες ένας άλλος αναγνώστης"

"Ποιος;" του ξέφυγε ασυναίσθητα...

Η κοπέλα χαμογέλασε πάλι απλόχερα...

"Αυτό δεν μπορώ να σας το πω όπως καταλαβαίνετε, αλλά μπορώ όταν το επιστρέψει να το κρατήσω και να σας ειδοποιήσω"

"Ναι, να μου το κρατήσετε παρακαλώ! Αλλά πόσο καιρό περίπου το κρατάνε συνήθως;"

"Ένα μήνα το πολύ, υπάρχει όριο. Το έχει πάρει πριν δεκαπέντε μέρες από όσο βλέπω, οπότε σε άλλες τόσες μέρες περίπου θα σας τηλεφωνήσω "

Δεκαπέντε μέρες! Τι είναι δεκαπέντε μέρες για να περιμένει κάθε απόγευμα την επιστροφή του βιβλίου κι ίσως κι εκείνην... γιατί είχε μέσα του ξεκάθαρη την ελπίδα ότι ήταν αυτή που το είχε δανειστεί... Το ένιωθε... δεν μπορούσε να ήταν άλλη!

Κάθε απόγευμα από εκείνη τη μέρα έπινε τον καφέ του σε μια καφετέρια κοντινή με αποκλειστική θέα την βιβλιοθήκη περιμένοντας να την δει να περνάει επιστρέφοντας το βιβλίο. Οι μέρες όμως κυλούσαν χωρίς ποτέ να τη συναντήσει, μέχρι που ένα πρωινό χτύπησε το τηλέφωνο στο γραφείο του. Τον ενημέρωσαν πως το βιβλίο είχε μόλις επιστραφεί και πως μπορούσε να πάει να το νοικιάσει. Η απογοήτευση δεν ήταν ποτέ πιο σκληρή, πιο αμείλικτη. Την είχε πάλι χάσει! Με βαριά καρδιά έφτασε στη βιβλιοθήκη, έπιασε το βιβλίο στα χέρια του, ενστικτωδώς το έφερε στο πρόσωπο του, για να βεβαιωθεί ότι θα μύριζε το άρωμα της. Πως πράγματι ήταν εκείνη που το είχε πριν από λίγο στα χέρια της. Και σιγουρεύτηκε ολότελα! Κι ύστερα το άνοιξε βιαστικά προσπαθώντας να βρει τις υπογεγραμμένες σελίδες. Το ξεφύλλισε μέχρι την τελευταία σελίδα του κι απορημένος ρώτησε την βιβλιοθηκονόμο.

"Είναι σίγουρα το ίδιο βιβλίο; Οι σελίδες είναι λιγότερες!"

"Τι εννοείτε;" 

Της έδειξε ξανά το σελιδοδείκτη αυτή τη φορά όμως από την πίσω μεριά με τα σημειωμένα νούμερα.

"Μου είχε σημειώσει μια κοπέλα κάποιες σελίδες να διαβάσω, αλλά βλέπω πως το βιβλίο έχει λιγότερες σελίδες από το τελευταίο τριψήφιο αριθμό".

Η νεαρή κοίταξε τους αριθμούς και γέλασε πονηρά.

"Δεν είναι σελίδες, το τηλέφωνο της σου έγραψε"

"Τηλέφωνο; Αδύνατο! Είναι μόνο 8 νούμερα!"

"Το έχω κάνει κι εγώ γι' αυτό το ξέρω! Τα δύο πρώτα νούμερα του κινητού τα παραλείπουμε μιας και είναι δεδομένα!"

"Δεδομένα;!"

Τίποτα δεν ήταν δεδομένο! Βγήκε από τη βιβλιοθήκη σχεδόν τρέχοντας. Άνοιξε το κινητό του πήρε μια βαθιά ανάσα και πάτησε τα νούμερα ένα ένα με προσοχή στο καντράν προσθέτοντας πρώτα τα δύο "δεδομένα". Ακούστηκε μια γυναικεία φωνή.

"Ορίστε;"

"Καλησπέρα! Χάσατε έναν σελιδοδείκτη, σας έπεσε μέσα στο λεωφορείο, τον βρήκα εγώ" μουρμούρισε βιαστικά με μια ανάσα σχεδόν.

Σιγή για λίγα δευτερόλεπτα στην άλλη άκρη της συσκευής κι ύστερα η απάντηση που του έκοψε τα πόδια.

"Δεν έχω χάσει κανένα σελιδοδείκτη!"

Αυτό ήταν λοιπόν; Θα του έκλεινε τώρα το τηλέφωνο; Σαν να ήταν απλώς ένας ενοχλητικός;

Μα η φωνή συνέχισε να μιλάει μετά από ένα για εκείνον ατελείωτο δευτερόλεπτο.

"Δεν έχασα κανέναν σελιδοδείκτη, εγώ τον άφησα εκεί για να τον βρεις..."Που είσαι;" ρωτούσε τώρα η φωνή.

"Έξω από τη βιβλιοθήκη, μόλις νοίκιασα το βιβλίο".

"Σοβαρά; Δεν το πιστεύω ότι είσαι τόσο κοντά! Κοίτα ψηλά στον ορίζοντα μπροστά σου. Ψηλά πολύ ψηλά" τον παρότρυνε.

Δεν καταλάβαινε τι του έλεγε, σήκωσε όμως το βλέμμα ίσια μπροστά, ψηλά στη γραμμή του ορίζοντα και την είδε. Φορούσε ένα άσπρο φόρεμα, έμοιαζε σαν νύμφη που το είχε σκάσει από την λίμνη της και στεκόταν στο μικρό της μπαλκόνι, έτσι απλώς μόνο για να την αντικρίσει εκείνος!

"Στον πέμπτο, έλα, ανοίγω, να τα πούμε από κοντά. Να σου εξηγήσω..."

Να του εξηγήσει τι; Δεν ήθελε τίποτα να του εξηγήσει. Δεν τον ενδιέφερε το πώς και το γιατί του ζητούσε να τρέξει κοντά της. Δεν ήθελε εξηγήσεις η ευτυχία! Ξεχείλιζε από παντού μέσα του! Στον πέμπτο του είχε πει; Εκείνος γιατί ήδη βρισκόταν στον έβδομο; Στον έβδομο ουρανό! Έσφιξε δυνατά στο χέρι του το βιβλίο, πήρε μια βαθιά ανάσα και έκανε το πρώτο βήμα, που θα τον πήγαινε σε εκείνη. Δεν άκουσε το επίμονο κορνάρισμα του λεωφορείου, μέσα στο μυαλό του αντηχούσε ακόμη το "έλα" της. Μόνο το "έλα" της! Το βιβλίο τινάχτηκε από τα χέρια του, τινάχτηκε κι εκείνος μαζί του ψηλά... στη γραμμή του ορίζοντος, ενός νέου ορίζοντος πια... κι ύστερα έπεσαν ταυτόχρονα στην άσφαλτο δίπλα δίπλα και το βιβλίο άνοιξε στην τελευταία του σελίδα, έτσι που καθώς κυλούσε αθόρυβα η ζωή από μέσα του έσταξε πάνω στις τελευταίες λέξεις και το πότισε σβήνοντας με ένα έντονο σκούρο κόκκινο τον επίλογο του...

Εκείνη δεν άκουσε το κορνάρισμα, είχε κλείσει την μπαλκονόπορτα, και χτένιζε τα μαλλιά της μπροστά στον καθρέφτη χαμογελώντας. Περίμενε τόσες μέρες να της τηλεφωνήσει κι είχε αρχίσει να απογοητεύεται ότι μάλλον δεν είχε βρει τον σελιδοδείκτη της. Κι όμως τα είχε σχεδιάσει όλα τόσο καλά από την στιγμή που τον είχε δει. Μάλλον από τις στιγμές που τον είχε δει. Γιατί τον έβλεπε καθημερινά καθώς έκανε το πρωινό της περπάτημα να κάθεται στην ίδια θέση πάντα στο λεωφορείο της γραμμής και να κοιτάζει ψηλά στον ορίζοντα. Ποτέ προς το μέρος της κι ας στεκόταν στο πεζοδρόμιο την ώρα που περνούσε το λεωφορείο καθημερινά από εκεί περιμένοντας ένα βλέμμα του. Ώσπου το αποφάσισε! Θα ανέβαινε στο λεωφορείο!Θα δήλωνε την παρουσία της! Και τα είχε καταφέρει! Όση ώρα βρισκόταν μέσα εκεί διαβάζοντας τάχα το βιβλίο, δίχως να σηκώσει καν το βλέμμα της να τον κοιτάξει, ήξερε ότι την κοιτούσε! Ένιωθε το βλέμμα του να διαπερνά κάθε σημείο του κορμιού της. Χαμογέλασε και έγραψε το τηλέφωνο της στο σελιδοδείκτη, σηκώθηκε να κατέβει και τον άφησε να πέσει επίτηδες για να τον βρει εκείνος! Πίστευε στην μοίρα, κι αν η μοίρα ήθελε να συναντηθούν θα το φρόντιζε! Η μοίρα είναι αυτή που κανονίζει τα πάντα. Αν δεν ήθελε εκείνη να συναντηθούν ποτέ, η γραμμή του ορίζοντος θα έσβηνε για πάντα! Τώρα όμως... έβαψε βιαστικά μ' ένα κόκκινο κραγιόν τα χείλη της κι άνοιξε την εξώπορτα περιμένοντας να αφήσει το κόκκινο σημάδι του πάνω στα δικά του χείλη...

Και περίμενε... Απλώς περίμενε... Η μοίρα όμως είχε ήδη αποφασίσει...


Σοφία Τανακίδου

29/6/22