Δευτέρα 6 Απριλίου 2020

Η καραντίνα.



Έστειλε μήνυμα στο 13033 πως θα πάει για σωματική άσκηση, κατευθύνθηκε λοιπόν προς το πάρκο, δεν είχε ευτυχώς πολύ κόσμο, δύο τρεις περιφέρονταν με ένα λουρί σκύλου, χωρίς σκύλους.
Χαμογέλασε μόνη της.
Τι κάνουν οι άνθρωποι για να ξεφύγουν λίγο από τις τρύπες που τους έχουν εδώ
και μήνες κλείσει;
  Είχαν περάσει ήδη δύο μήνες,
μέσα Μαΐου κι ακόμα η καραντίνα δεν είχε λήξει, μέσα της αναρωτιόταν κι αν θα έληγε και ποτέ. Ένας επικίνδυνος ιός τους είχαν πει δίχως θεραπεία, τόσο επιθετικός που σκοτώνει παγκοσμίως εκατομμύρια ανθρώπους και η μόνη προφύλαξη ήταν η καραντίνα  και η κοινωνική απομάκρυνση από όλα κι όλους. Μόνο με την οικογένεια του ο καθένας σπίτι και μόνο για τα απολύτως απαραίτητα έξω, σούπερ μάρκετ, τράπεζα, άντε και καμιά βόλτα με τον σκύλο ή ένα ολιγόλεπτο περπάτημα πάντα όμως σε απόσταση από τους άλλους.
  Έτσι κι εκείνη δεν πλησίαζε κανέναν κι ούτε και κανένας την πλησίαζε.
Το πάρκο σε λίγο είχε ερημώσει, ακόμα κι αυτοί που έβγαλαν βόλτα τα ανύπαρχτα σκυλιά τους είχαν φύγει είχε αρκετή ψύχρα για Μάιο. «Αυτός ο ιός έφερε παγωνιά και στη φύση όχι μόνο στις σχέσεις των ανθρώπων» συλλογίστηκε.
  Κάποιος πέρασε ξαφνικά στα δύο μέτρα από δίπλα της, τόσο τους είχαν ανακοινώσει από μέρες πως θα έπρεπε να απέχουν ο ένας από τον άλλον, προχώρησε και κάθισε σε ένα παγκάκι στο μέσον του πάρκου, σταμάτησε κι εκείνη το περπάτημα και κάθισε στο απέναντι ακριβώς παγκάκι στα πέντε μέτρα περίπου από το δικό του. Μπορούσε να τον βλέπει καθώς το φως της κολώνας φώτιζε πάνω του τόσο όσο χρειαζόταν για να διακρίνει το πρόσωπο του. Για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου συναντήθηκαν τα βλέμματα τους, πριν μια γυναίκα καθίσει δίπλα του, δεν νοιάστηκε εκείνη να αφήσει τα μέτρα που της αναλογούσαν μακριά του, αντίθετα τον αγκάλιασε σφιχτά θέλοντας να αποδείξει την κυριαρχία του πάνω της. «Έχει ψύχρα» άκουσε να του ψιθυρίζει, είχε τόση ησυχία που το άκουσε πεντακάθαρα χωρίς καν να προσπαθήσει «Να μην μείνουμε πολύ εδώ, καλύτερα να περπατάμε γιατί κρυώνω» συνέχισε να λέει σφίγγοντας τον ακόμα πιο δυνατά στην αγκαλιά της μέχρι που την αγκάλιασε κι εκείνος τρυφερά. «Έχεις δίκιο, καλύτερα να φύγουμε κάνει ψύχρα να μη μου κρυώσεις» της είπε και σηκώθηκε αμέσως κι εκείνη τον ακολούθησε.
 Τους ακολούθησε κι εκείνη με το βλέμμα της καθώς έφευγαν και μόλις απομακρύνθηκαν τελείως, σηκώθηκε και κατευθύνθηκε προς το παγκάκι, κάθισε στο σημείο που καθόταν ο άντρας αφού πρώτα πήρε στα χέρια της ένα μικρό χαρτάκι που είχε απομείνει εκεί διπλωμένο, το άνοιξε και διάβασε:
«Σε παρακαλώ δώσε μου λίγο χρόνο ακόμα να της μιλήσω, θα το κάνω στο υπόσχομαι. Συγνώμη ψυχή μου, συγχώρεσε με που είμαι τόσο δειλός, ευχαριστώ που ήρθες κι απόψε, συγχώρεσε με που δε μπορώ να σε αγκαλιάσω, το θέλω τόσο πολύ ψυχή μου, αύριο θα της μιλήσω, αύριο στο υπόσχομαι, εδώ στις 8 το βράδυ, όλα θα αλλάξουν πίστεψε με».
Την επόμενη μέρα στης 8 ήταν πάλι εκεί, κάθισε στο παγκάκι περίμενε αρκετή ώρα μα το πάρκο ήταν ολότελα άδειο, σήμερα το κρύο ήταν ακόμα πιο δυνατό, ωστόσο δεν κρύωνε απ’ το κρύο, μόνο την καρδιά της ένιωθε παγωμένη και στη σκέψη ότι κάτι άσχημο μπορεί να του είχε συμβεί ανατρίχιασε ολόκληρη, εδώ και δύο μήνες οι παράξενες αυτές ολιγόλεπτες συναντήσεις τους έδιναν μια νότα αισιοδοξίας στην απομόνωση της, γιατί εκείνη δεν είχε κανέναν να μοιραστεί την καραντίνα της, ούτε άνθρωπο ούτε ζώο, είχε μόνο εκείνον κι ας τον γνώριζε ελάχιστα, τον είχε αγαπήσει από την πρώτη στιγμή που τον γνώρισε, κι ας μην πρόλαβε να τον γνωρίσει όπως έπρεπε, πρόλαβε αυτός ο ιός να μπει ανάμεσα τους και να της στερήσει την δυνατότητα να περάσει τον χρόνο που ήθελε μαζί του, τον χρόνο που ένιωθε ότι είχε χάσει μιας και δεν τον είχε γνωρίσει νωρίτερα όπως έπρεπε, όπως πραγματικά έπρεπε. Πολλά πράγματα της είχε στερήσει η ζωή και η αγάπη του ήταν ένα από αυτά. Και τώρα ένιωθε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά, πως κάτι κακό είχε συμβεί.
 Δεν μπορούσε να περιμένει άλλο κατευθύνθηκε προς το σπίτι του, σήκωσε το βλέμμα μέχρι το παράθυρο του δωματίου του, και τότε πρόσεξε την κόκκινη κορδέλα που ανέμιζε περασμένη στα κάγκελα του μπαλκονιού, το σήμα των σπιτιών που είχαν βεβαιωμένο κρούσμα του ιού και έπρεπε να παραμείνουν σε απόλυτη καραντίνα.

«Την κορδέλα κοιτάς;» άκουσε μια φωνή πίσω της «Κρίμα στον άνθρωπο, πέθανε ξαφνικά το πρωί, δεν είχε καν συμπτώματα, τον χτύπησε στην καρδιά, πέθανε στον ύπνο του, κι η οικογένεια του όλη σε καραντίνα αύριο το πρωί στην κηδεία του κανείς δεν θα τον αποχαιρετίσει».
 Ένιωσε τα πόδια της να λυγίζουν, έφυγε τρέχοντας, ούτε κατάλαβε πότε έφτασε σπίτι, έπεσε με τα ρούχα στο κρεβάτι και έκλαιγε με λυγμούς μέχρι που ξημέρωσε.

Δεκαπέντε Ιούνη, πρώτη μέρα της λήξης της καραντίνας ο κόσμος είχε αρχίσει δειλά δειλά να βγαίνει στους δρόμους ακόμα φοβισμένος, μερικοί ακόμα φορούσαν μάσκες και κοιτούσαν καχύποπτα τον συνομιλητή τους κρατώντας ακόμα τις αποστάσεις «θα πάρει πολύ καιρό οι άνθρωποι να ξαναγυρίσουν στις παλιές τους συνήθειες της απλόχερης αγκαλιάς» συλλογιστηκε.
Για εκείνη δεν υπήρχε λόγος καν να το σκεφτεί, δεν είχε κανέναν, κανέναν να αγκαλιάσει, ούτε καν να μιλήσει. Δεν γνώριζε κανέναν σε αυτήν την παράξενη πόλη που η ζωή την είχε φέρει. Άρχισε να μαζεύει τα ρούχα της στην βαλίτσα της, τώρα που επιτρεπόταν η μετακίνηση θα μπορούσε πια να φύγει, δεν υπήρχε εδώ τίποτα πια για εκείνην, θα έφευγε το απόγευμα της ίδιας μέρας αφού πρώτα τον αποχαιρετούσε, δεν ήξερε που τον είχαν θάψει, δεν υπήρχε τρόπος να μάθει από κανέναν, ήξερε όμως που μπορούσε να τον βρει, εκεί στο μικρό πάρκο που δύο μήνες από απόσταση μοιράστηκαν δύο αντικριστά παγκάκια, εκεί κάθε βράδυ μετά τον χαμό του άφηνε ένα λουλούδι στη μνήμη του, εκεί τον πένθησε, εκεί θα τον αποχαιρετούσε και σήμερα για πάντα.
 Περνώντας μπροστά από το σπίτι του κοντοστάθηκε πάλι όπως έκανε κάθε βράδυ για ένα δευτερόλεπτο τον τελευταίο μήνα, παρακολουθώντας την κόκκινη κορδέλα να ανεμίζει στο μπαλκόνι, μέχρι που πριν δύο βδομάδες την είχαν ξεκρεμάσει, είχε χαρεί πολύ εκείνο το βράδυ, ήταν το πρώτο βράδυ που κοιμήθηκε χωρίς να κλάψει μετά από πολύ καιρό.
- Παναγιώτα;
Άκουσε ξαφνικά να φωνάζουν το όνομα της από το μπαλκόνι, και μια μαυροντυμένη γυναίκα της έκανε νόημα να ανέβει.
- Παναγιώτα, έλα σε παρακαλώ, πρέπει να σου μιλήσω.
Κοντοστάθηκε μην ξέροντας τι να κάνει. Αυτή η γυναίκα γνώριζε το όνομα της, άρα της είχε μιλήσει εκείνος, είχε τηρήσει την υπόσχεση που της είχε δώσει εκείνο το τελευταίο βράδυ. Πήρε μια βαθιά ανάσα και κατευθύνθηκε προς το σπίτι
- Με λένε Εύα, της συστήθηκε η γυναίκα αλλά θα το γνωρίζεις
-Μάλιστα, το γνωρίζω.
- Μου μίλησε για σένα λίγο πριν πεθάνει, τις τελευταίες μέρες δεν ήταν καλά, δεν το παραδεχόταν όμως, εξακολουθούσε να βγαίνει κάθε βράδυ στο πάρκο αν και του φώναζα να προσέχει την υγεία του, έλεγε πως ήταν ένα απλό κρύωμα, πως δεν είχε αρρωστήσει από τον ιό, εκείνο το βράδυ του είπα πως δεν θα του επέτρεπα να ξαναβγεί κι ότι θα τηλεφωνούσα στο γιατρό, πως δεν ήταν σωστό να βάζει σε κίνδυνο κι άλλους ανθρώπους και του ανάφερα εσένα «όπως την κοπέλα στο πάρκο που καθόταν στο παγκάκι» του είπα και τότε μου είπε πως αυτός ήταν ο λόγος που πήγαινε στο πάρκο για να σε δει.
- Δεν γνώριζα ότι ήταν άρρωστος, λυπάμαι πολύ, ίσως πιστεύεται ότι φταίω για το θάνατο του….
- Όχι βέβαια, κανείς δε φταίει για το θάνατο του, έφυγε τόσος κόσμος, δεν ήταν στο χέρι μας να κάνουμε κάτι για κανέναν, μόνο να τους πενθήσουμε μπορούμε και να τους συγχωρέσουμε για τα λάθη τους.
- Εγώ δεν έχω σε τίποτα να τον συγχωρέσω, δεν μου έκανε κανένα κακό, αντίθετα μου φέρθηκε με πολύ αγάπη, αυτόν τον λίγο χρόνο που μπήκα ξαφνικά στη ζωή του από το πουθενά, σε εσάς ίσως ναι, το καταλαβαίνω, η ύπαρξη μου θα σας διέλυσε τον κόσμο που είχατε πλάσει δίπλα του τόσα χρόνια, λυπάμαι για σας αλλά συγχρόνως χαίρομαι που πρόλαβα να τον γνωρίσω κι ότι κι αν πιστεύετε εσείς, ότι κι αν μου πείτε για μένα ήταν ένας υπέροχος άνθρωπος. Θα πρέπει να φύγω, σε λίγη ώρα φεύγει το λεωφορείο μου δεν θα ήθελα να το χάσω.
- Φεύγεις από την πόλη;
- Δεν υπάρχει κάτι πια να με κρατάει εδώ, μακάρι να μην σας είχε μιλήσει καν για μένα, αν ζούσε μόνο είχε αξία η παρουσία μου εδώ, απ’ την στιγμή που έφυγε δεν υπάρχει λόγος να βρίσκομαι εδώ.
- Νομίζω πως υπάρχει ένας πολύ σοβαρός λόγος για να μείνεις, έστω και για λίγο, θέλω να γνωρίσεις κάποιον, του έστειλα μήνυμα μόλις σε προσκάλεσα να ανέβεις, σε λίγα λεπτά θα έρθει, μπορείς να περιμένεις λίγο;
Δύο λεπτά μετά άνοιξε η πόρτα, ένας νεαρός μπήκε στο δωμάτιο, προχώρησε βιαστικά προς το μέρος τους, κοντοστάθηκε για μια στιγμή κοιτάζοντας πότε τη μια και πότε την άλλη γυναίκα, μέχρι που άκουσε την μεγάλη γυναίκα να του λέει τρυφερά.
- Νίκο μου να σου συστήσω την Παναγιώτα, την μικρή σου αδερφή, Παναγιώτα μου ο μεγάλος σου αδερφός, νομίζω πως είναι ένας λόγος για να μείνεις λίγο ακόμα εδώ για να τον γνωρίσεις ή κάνω λάθος;
Η Παναγιώτα δεν απάντησε, μόνο σηκώθηκε από τον καναπέ και αγκάλιασε σφιχτά τον νεαρό που την έσφιξε το ίδιο σφιχτά στην αγκαλιά του και της ψιθύρισε «Δεν έχεις να πας πουθενά μικρή».
Έτσι της είχε πει κι ο πατέρας της όταν τον συνάντησε εκείνο το πρωινό του Μάρτη για πρώτη φορά δύο μέρες πριν την καραντίνα, όταν τον ενημέρωσε ότι ήταν η κόρη του και πως το μόνο που ήθελε ήταν απλά να τον γνωρίσει μετά τον θάνατο της μητέρας.
«Δεν έχεις να πας πουθενά μικρή, εδώ είναι το σπίτι σου».

Σοφία Τανακίδου.