Τρίτη 23 Οκτωβρίου 2018

Δεν υπάρχεις.



Στο δρόμο βρέχει, νιώθω ένα κρύωμα στην καρδιά μου, σε λίγο φτάνω σπίτι ανοίγω την πόρτα ξαπλώνω κουρασμένη.
 Σε νιώθω γύρω μου, σέρνεσαι στο κρεβάτι, έρχεσαι όλο και πιο πολύ δίπλα μου, ακούω την ανάσα σου, ακούω το ειρωνικό σου γέλιο, μα δεν σε βλέπω.
Απλώνω τα χέρια μου μήπως και σε αγγίξω εξαφανίζεσαι τελείως. Περνάει λίγη ώρα ηρεμίας ώσπου σε νιώθω πάλι.
 -Ποιος είσαι;
 Σου φωνάζω δεν μου απαντάς ποτέ.
Προσπαθώ να κοιμηθώ να σε ξεχάσω,
ένας εφιαλτικός ύπνος κενός από όνειρα,
σαν να έχει πεθάνει η ψυχή μου με ταράζει,
μα ξυπνάω κάθε πρωί και αντικρίζω το συνηθισμένο φως και καταλαβαίνω πως ακόμα ζω.
Περνούν οι ώρες ως που σε ανακαλύπτω πάλι, σε κυνηγώ και όλο τρέχεις, θέλω να σε πιάσω, να τυλίξω τα χέρια μου στον άυλο λαιμό σου να σε σκοτώσω.
Δεν με αφήνεις πια ήσυχη,
σιγά σιγά παίρνεις και μορφή
ακόμα και στο δρόμο εμφανίζεσαι,
όταν θέλω να μιλήσω με κάποιον μπαίνεις ανάμεσά μας και μου κόβεις την ανάσα,
ώρες-ώρες είσαι τόσο τρομακτικός,
μερικές φορές κοιτάω στον καθρέφτη και δεν βλέπω το είδωλό μου βλέπω εσένα,
με πιάνει το παράπονο και κλαίω μόνη μου τότε έρχεσαι κοντά μου να με παρηγορήσεις θέλεις να γίνουμε φίλοι.
 - Μα αφού δεν υπάρχεις, σου φωνάζω απεγνωσμένα και τότε μία ερώτηση φτάνει μες στο μυαλό μου και καίει την ψυχή μου.
-Μήπως πιστεύεις ότι υπάρχεις εσύ;

Σοφία Τανακίδου
22/10/86

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου