Κυριακή 8 Ιουνίου 2025

Στη βροχή

 

Μονάχο μέσα στη βροχή

Ψάχνει τροφή

Ένα σπουργίτι τόσο δα

Ψάχνει αγκαλιά..


Αμάξια βιαστικά περνάν

Το προσπερνάν

Μάτια που πριν να το δούνε

Το ξεχνούνε


Και βρέχει τόσο δυνατά

Μέσα και έξω απ την καρδιά...


Με όση δύναμη μπορεί

Πετά ψηλά μέσ' τη βροχή

Σε ένα μπαλκόνι ένα παιδί

Του δίνει άφθονη τροφή


Βρέχει πολύ

Μα έχει φαί

Έχει απομείνει το παιδί..

Που θα στεγνώσει τη βροχή...

Έχει απομείνει το παιδί

Ελπίδα του μοναδική...


Σοφία Τανακιδου

8/6/17

Αχ βρε μούσα.

 

Μ' επισκέφτηκαν λέξεις το βράδυ

στήσαν πάλι χορό στο σκοτάδι

Και στη μέση εγώ σα χαμένος

τις κοιτούσα ωσάν μαγεμένος.


Δεν ξεχώριζα ποια να διαλέξω

μία σειρά για να μπουν να ξεμπλέξω

σαν το μελίσσι μέσα στο κεφάλι

του μυαλού μου ποτίζουν τη ζάλη.


Αχ βρε μούσα νωρίς που κοιμάσαι

δεν ξυπνάς στο σκοτάδι φοβάσαι

και με αφήνεις μοναχό μου με αυτές

δεν στεριώνω δυο προτάσεις σωστές.


Εξάλλου τό 'παν για μένα κοφτά

κριτικοί που με γνωρίζουν καλά

Ποιητής δεν θα γίνω ποτές μου

με τις λέξεις αυτές τις κοινές μου.


Σαν ακροβάτης γυμνός προσπαθώ

στο σκαλί της πάνω - κάτω πατώ

μα δεν έπεσα ποτέ χαμηλά

με κρατούν οι "κοινές" λέξεις ψηλά.


Αχ βρε μούσα νωρίς που κοιμάσαι

δεν ξυπνάς στο σκοτάδι φοβάσαι

και με αφήνεις μονάχο με αυτούς

που πετούν με καλάμια οδηγούς.


Σοφία Τανακίδου

8/6/21

Κυριακή 1 Ιουνίου 2025

Ο αετός.

 

Ήταν ένα ιδιαίτερο πλάσμα 

που έψαχνε το δρόμο του.

Στη στεριά μεταμορφωνόταν σε ψάρι,

όλοι τον βλέπανε σαν ψάρι που σπαρταρούσε χωρίς νερό, 

μα αυτός έβλεπε τον άνθρωπο μέσα του να αναπνέει ανεμπόδιστα.

Στο νερό μεταμορφωνόταν σε άνθρωπο

και ενώ όλοι τον κοιτούσαν να πνίγεται, αυτός έβλεπε τον εαυτό του σαν ψάρι που κολυμπά αμέριμνα.

Ένα βράδυ πέταξε ψηλά.

Και όλοι είδαν πως ήταν τελικά αετός.

Και το είδε επιτέλους κι αυτός!!


Σοφία Τανακίδου

1/6/20

Τετάρτη 28 Μαΐου 2025

Κλειστό βιβλίο

 

Έχω κλείσει το βιβλίο της ψυχής.

Εδώ και χρόνια...

Κανείς εκεί μέσα...

Κάπου-κάπου εμφανίζω

μια σελίδα από σκέψεις,

σκόρπιες λέξεις και στίχους

Και συ θαρρείς,

πως όλα τα 'χεις μάθει.

Πως της καρδιάς μου

ακούς τον κτύπο...

Μα σε μπερδεύω.

με ψεύτικο ήχο...


Γιατί εγώ κρατάω για μένα,

ότι τους γύρω τρομάζει.

Ότι τη δική μου νύχτα ταράζει.


Όταν η δική μου μέρα χαράζει

ο καλύτερος μου φίλος,

χιλιόμετρα πέρα κοιμάται.

Της ζωής μου ο στύλος

στο κρεβάτι συντροφιά μου κοιμάται.

Ο αδελφός μου,

και κείνος κοιμάται...


Είναι ο ύπνος γλυκός

σαν το μέλι.

Αν ξυπνήσουν μόνο πίκρα θα φέρει.


Γιατί εγώ κρατάω για μένα,

ότι τους γύρω τρομάζει.

Ότι τη δική μου νύχτα ταράζει

Μην τους ξυπνάτε.....


Σοφία Τανακίδου

28/5/17

Κυριακή 25 Μαΐου 2025

Πυγολαμπίδες.

 

Αστέρια.

Γιατί έλαμπαν από μακριά

και μας θάμπωσαν.

Μετρήσαμε το ύψος τους.

Το φως το αμυδρό τους.

Τον χορό τους μες τη νύχτα.

Όλα τα είδαμε.

Κάτι δε κόλλαγε.

Αλλά...

Αφεθήκαμε στην πλάνη μας.


Αστέρια ανέραστα.

Που κυνηγούσανε τον σύντροφό τους

να του βάλουνε φωτιά.

Ό,τι σου χάρισα...

Ό,τι μου χάρισες...

Πυγολαμπίδες...


Σοφία Τανακίδου

25/5/17

Σε λάθος ουρανούς.

 

Έτσι είπα...

Σε λάθος ουρανούς 

δε θα ξανά ανεβάσω όνειρα.

Σε μαύρες θάλασσες δε θα 

σπάω πια τα καράβια μου.

Οι θάλασσες βυθίζουν!

Οι ουρανοί γκρεμίζουν!

Κι είναι μία ανάθεμα η ψυχή μου

και την έχω βυθίσει και γκρεμίσει 

άπειρες φορές.

Έτσι είπα...

Εδώ χαμηλά στη γη 

θα δοκιμάσω τις αντοχές μου.

Έτσι είπα...

Μα δε γνώριζα...

Κανείς δε μου είπε...

πως στη γη θα θαφτεί η ψυχή μου!!!


Σοφία Τανακίδου.

25/5/19

Το φιλί

 

Στα χείλη σου απόθεσα

την ύστερη ανάσα

καθώς με αποχαιρέτισες

μ' ένα γλυκό φιλί.


Η νύχτα όπως τέλειωνε

και σβήνανε τα άστρα

στην πόρτα σου ξεψύχησε

το άδειο μου κορμί.


Κι ο ήλιος που πλημμύρισε

με φως την οικουμένη

στα χείλη μου ακούμπησε

την γλύκα να γευτεί.


Αντάλλαγμα μου ζήτησε

ζωή να επιστρέψει

αν του χαρίσω το φιλί

που μου 'δωσες εσύ.


Μα 'γώ νεκρός προτίμησα

την μέρα ν' αντικρίσω

Αντί να κάμω χάρισμα

ετούτο το φιλί.


Σοφία Τανακίδου

25/5/20

Σάββατο 24 Μαΐου 2025

Μια μάσκα να κρυφτώ.

 


Έκλεισα τα μάτια

μόλις σε συνάντησα.

Δεν σε κοίταξα ποτέ με αυτά.

Άχρηστα ήταν.

Μάσκες φορούσαν όλοι.

Τι τα χρειαζόμουν;

Έτσι σου είπα.


"Εγώ δε φορώ

Μπορείς να με δεις" είπες

Και σε κοίταξα.

Κρίμα που δε φορούσες.

Πώς γλυτώνει κανείς από το αληθινό;

Μια μάσκα να κρυφτώ!!!


Σοφία Τανακίδου

24/5/18



Παρασκευή 23 Μαΐου 2025

Η αλήθεια.

 


Η αλήθεια αποκαλύφτηκε.

Μέσα από ένα βλέμμα στην αρχή 

κι ύστερα δειλά δειλά με λόγια, 

δάκρυα κι αναστεναγμούς.

Δεν ήξερε πόσο δυνατή ήταν 

καθώς όρμησε από το πουθενά, 

δεν ήξερε πόσα θα παρασύρει....

χρόνια και στιγμές ψεύτικες...

Στο τέλος υποκλίθηκε 

πριν σβήσουν τα φώτα και πέσει η αυλαία.

Για έναν θεατή μόνο έπαιξε!

Ένας μόνο  παρακολουθούσε το θεατρικό της..

Ένας την άκουγε...

Ευτυχώς... ευτυχώς...

Τόση αλήθεια θα τους κατάστρεφε...


Σοφία Τανακίδου

23/5/19

Πέμπτη 22 Μαΐου 2025

Το αστέρι των παιδιών.

 

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε στον ουράνιο θόλο ένα μικρό αστεράκι που είχε ένα πρόβλημα εκ γενετής...

Μάταια προσπαθούσαν όλα τα υπόλοιπα αστέρια να βρουν τον τρόπο να θεραπεύσουν την πάθηση του. Καμία μέθοδος δεν πετύχαινε.

Μέχρι και την βοήθεια του ήλιου ζήτησαν να του δώσει λίγη από την λάμψη του μήπως και κατορθώσουν και το βοηθήσουν να λάμπει συνεχώς...

Γιατί αυτό ήταν το πρόβλημα που είχε το αστεράκι...αναβόσβηνε... αναβόσβηνε συνέχεια, όλη την νύχτα, κάθε νύχτα από την νύχτα που πλάστηκε!

Κι όσο όλοι ψάχναν τρόπους να διορθώσουν το ελάττωμά του, το αστεράκι έπαιζε ευτυχισμένο και γελούσε με τα παιδιά κάτω στη γη που κάθε νύχτα το έδειχναν με το δάχτυλο και φώναζαν:

"Κοιτάξτε τι υπέροχα που αναβοσβήνει. Είναι ξεχωριστό και μοναδικό.

Το πιο όμορφο αστέρι που έχουμε δει ποτέ"


Σοφία Τανακίδου

22/5/22


Ανάμεσα στα λαμπερά άστρα πάντα θα βρίσκονται κι αυτά που τρεμοσβήνουν...

Όσο όμως κι αν τα θεωρούν μικρότερης αξίας τα άλλα αστέρια, την αληθινή αξία τους την βλέπουν τα πιο αγνά μάτια...

Παρασκευή 16 Μαΐου 2025

Χωρίς καληνύχτα

 

Αναπαύτηκε η ψυχή είπαν

κι η δικαιοσύνη αποδόθηκε.

Έτσι έπρεπε.

Το σωστό και το φρόνιμο

αυτό ήταν.

Κι όλοι ηρέμησαν...

Και κλείσαν τις πόρτες των σπιτιών τους

κι αγκάλιασαν τα παιδιά τους και ξάπλωσαν ανακουφισμένοι, 

που όλα σωστά έγιναν...

Μα τέσσερα χέρια έμειναν 

μετέωρα κι άδεια από αγκαλιά 

για ακόμα μια νύχτα, 

για όλες τις νύχτες της ζωής τους.

Ένα σπίτι χωρίς καληνύχτα!

Μην μεγαλώνετε παιδιά 

που αδειάζουν χέρια γονιών.

Μεγαλώστε παιδιά 

που γεμίζουν αγκαλιές

και προσφέρουν κόκκινα τριαντάφυλλα 

αφού πρώτα ξεριζώσουν τα αγκάθια τους.


16/5/20

Δευτέρα 12 Μαΐου 2025

Το θαύμα.

 

Στα χέρια σου ίσα που χωρούσε,

στην αγκαλιά σου χάνονταν.

Μια στάλα ανθρωπάκι.

"Παιδί μου" το 'λεγες

Μα πίσω απ' την πλάτη σου οι γιατροί ψιθύριζαν.

"Δόλια μάνα δε θα της ζήσει".


Και συ το φώλιασες στα στήθη σου.

Το πότισες...

Νέκταρ ζεστό κι αθάνατο νερό.

Δική σου συνταγή.


"Θαύμα" είπαν οι γιατροί που έζησε.

Μα εσύ ήσουνα το θαύμα!

Αχ μάνα!

Γλυκιά μου μάνα!!


Σοφία Τανακίδου

12/5/18


Κυριακή 11 Μαΐου 2025

Επιβίωσα

 


Μόλις που κατάφερα να χαθώ από τους διώχτες μου.

Χωρίς άλλες δυνάμεις σωριάστηκα  κάτω.

Σκυλιά αδέσποτα με πλησίασαν. 

Οσμίστηκαν το 

αίμα.

 Ταράχτηκα.

"Θα με φάνε" σκέφτηκα, να χορτάσουν  την πείνα τους.

Τι ήμουν άλλωστε για αυτά;

Ένα κομμάτι κρέας πεταμένο στο κράσπεδο.

Έσκυψαν πάνω μου, την τρομερή όλο λαχτάρα ανάσα τους άκουσα πάνω στο πρόσωπό μου, να νιώσω περίμενα τα δόντια τους μα γεύτηκα τα φιλιά τους. 

Έγλειφαν το αίμα που κυλούσε πάνω στις πληγές μου και ύστερα  έγλειφαν τα δάκρυά μου.

Ώσπου ακούστηκαν βήματα, βήματα ανθρώπινα τα ήξερα, γύρισαν να με αποτελειώσουν.

 Έκλεισα τα μάτια, αυτό ήταν με βρήκαν.

Άκουσα ένα ουρλιαχτό.

Μα δεν ήταν δικό μου, σηκώθηκα να δω, 

στα κοφτερά τους τα δόντια αιμορραγούσε ο εχθρός μου και ούρλιαζε. 

Ανελέητα τον αποτελείωσαν μπρος στα μάτια μου και ύστερα γύρισαν πίσω σε μένα και συνέχισαν απτόητα - σαν να μην είχε συμβεί τίποτα - να γλύφουν τις πληγές μου.


Σοφία Τανακίδου

11/5/18


Παρασκευή 9 Μαΐου 2025

Κανείς δε ξέρει.

 


Κοιμάται ο κόσμος,

δε ξαγρυπνάει

ποτέ μαζί μου.

Γιατί θα πρέπει;

Κι εγώ για άλλους δε ξαγρυπνάω.

Μόνος πορεύεται 

ο καθένας, 

στη μοναξιά του 

και στον πόνο,

φτιάχνει ασπίδες, 

ανοίγει δρόμο.


Κοιμάται ο κόσμος,

δεν ξαγρυπνάει 

ποτέ μαζί μου.

Κι αυτός που πρέπει..

Που στα ξενύχτια του έχω λυγίσει.

Μόνη μ' αφήνει,

στη μοναξιά μου 

και στον πόνο,

να φτιάχνω ασπίδες, 

να ανοίγω δρόμο.


Έτσι είπε πρέπει..

Τη δύναμη σου μόνος να βρίσκεις.

Είναι δικά σου τα θεριά!

Αν δε παλέψεις 

να τα νικήσεις.

Κανείς δε ξέρει!

Κανείς δε βλέπει!


Σοφία Τανακίδου

9/5/18


Φεύγουν οι άνθρωποι

 Σαν σήμερα 8-5-2021, Φεύγουν οι άνθρωποι!





Φεύγουν οι άνθρωποι

οι αγκαλιές αδειάζουν

η μοναξιά κι ο πόνος

μες στη καρδιά φωλιάζουν.

Φεύγουν οι άνθρωποι

χωρίς ένα αντίο

στο νοτισμένο χώμα

αφήνουν το σαρκίο.


Που πήγε η δική σου

ψυχή για να τη δω;

Σε θάλασσα αρμενίζει

πετά στον ουρανό;


Ποιο κύμα μου την πήρε

και πλέει στα βαθιά

Ποιο άστρο την κρατάει 

και δεν το μαρτυρά.


Που πήγε η ψυχή σου

κανείς δεν απαντά

και έχει σκοτεινιάσει

ο νους και η καρδιά.


Φεύγουν οι άνθρωποι

μην κλάψεις μου 'χες πει

αν έχουν ζήσει λίγη,

μα αληθινή ζωή.

Φεύγουν οι ανθρώποι

κι αν φύγω πρώτα εγώ

κι εκεί θα σε προσέχω

κι εκεί θα σ´αγαπώ.


Μα το "εκεί" δεν ξέρω

το ψάχνω να το βρω

κι ακούω τη φωνή σου

λίγο πριν τρελαθώ.

"Μες στην ψυχή σου είναι

το μέρος που θα ζω"


Σοφία Τανακίδου

Η ξένη μάνα.

 

Κι είδε μια ξένη μάνα ο ορφανός.

Σαν "μάννα" εξ ουρανού άπλωσε τα χέρια και τον φίλεψε.

Κι ήταν ζεστό το ψωμί!

Κι είχε το νερό την δροσιά του ποταμού!

Μα πιο ζεστό και δροσερό από το βλέμμα της δεν ήταν.

Κι αυτή η αγκαλιά που άνοιξε απλόχερα ένωσε όλα τα σπασμένα του, 

κι ας οι γιατροί είχαν αποφανθεί πως δεν υπάρχει θεραπεία.

Και φώναξε "Μάνα" ψηλά στα ουράνια να ακουστεί!

Και απάντησε εκείνη η ξένη. 

"Παιδί μου!"

Και απόρησε!

"Εσύ που δε με γέννησες ποτέ, 

πώς θα μ' αγαπάς σαν μάνα;"

Και χαμογέλασε γλυκά και του 'πε:

"Δεν αγαπάει το κορμί 

μα η ψυχή παιδί μου!"


Κι αγκάλιασε μια ξένη μάνα ο ορφανός!

Κι έγινε "παιδί" και πάλι!


Σοφία Τανακίδου

9/5/21

Δευτέρα 5 Μαΐου 2025

Ομόηχες ψυχές.

 

Λέξεις χωρίς τόνο που αναμιγνύουν 

το νόημα στο μίξερ της σκέψης.

Πότε στη συννενόηση θα βρούμε άκρη;... Ποτέ...

Εσύ κρατάς το ποτέ κι εγώ το πότε κρατάω κι αναμένω.

Χώρια ή χωριά να μας χωρίζουν και να μας ενώνουν.

Πίκρα τα πικρά μας λόγια μας ποτίζουν, μα αυτό δεν έχει τόση σημασία.

Ψίχουλα ταϊζει την ψυχούλα μας η ανορθογραφία, κάτι ωστόσο θα το μοιραστούμε όπως κι αν γραφτεί.

Φίλο ή φιλώ, αταίριαστα ολότελα είναι, μην τολμήσεις ποτέ σου να τα ενώσεις, ίσως το φύλλο ενδεχομένως κάπως να σου πει τον τρόπο, πως αναπνέει δίχως ρίζα όταν πέφτει...

Λέξεις ομόηχες που μόνες τους δεν έχουν νόημα, μα μέσα στην πρόταση βρίσκουν τον σκοπό τους, ίσως ή και ίσος αν θες να γίνεις... χρειάζεται πάλη για να τα καταφέρεις, πάλι...κι ένα κόμμα μπορεί να τα αλλάξει τότε όλα και να σε ρίξει σε κώμα, θέλει πείρα για να τα καταφέρεις κι ό,τι πήρα δεν θα είναι αρκετό για να βοηθήσει. 

Θέλει τύχη για να κατορθώσεις να σπάσεις τα τείχη να μην σε πλακώσουν οι τοίχοι, όμως... κι ένας δυνατός ώμος να μην σε βλέπει σαν λίρα αλλά σαν λύρα να παίζει όταν σε τυλίγει η λύπη, όταν κάτι σου λείπει.

Κι όπως κλείνω θα κλίνω αυτό το φύλλο και πάλι που γίνεται αντίθετο φύλο και με λέει φίλο κι ας λένε πως δεν ισχύει, για μένα ισχύει και σε φιλώ...


Σοφία Τανακίδου

5/5/22

Δε χρειάζεται να είσαι φιλόλογος για να γράψεις... ούτε φιλόσοφος για να φιλοσοφήσεις... χρειάζεται όμως να έχεις το γνώθι εαυτόν όταν φιλολογείς κι όταν φιλοσοφείς...

Κυριακή 4 Μαΐου 2025

Η μάσκα μου.

 

Με υποχρέωσαν να φορέσω 

την μάσκα στο πρόσωπο, 

με αυστηρή διαταγή 

και πρόστιμο τσουχτερό.

Είχα μια παλιά στην ψυχή 

εξαρχής από την γέννα μου, 

για προστασία την τοποθέτησαν.

Την ξεκόλλησα απο την ψυχή 

και την φόρεσα στο στόμα!!

Ποιος θα καταλάβαινε την διαφορά;

Φιμωμένη ήταν η ψυχή 

πόσα μπορούσε να πει;

Τι το χρειαζόταν και το στόμα;

Αυτή η μάσκα ήταν μια καλή λύση...

για να σωπάσει ολότελα.


Σοφία Τανακίδου

4/5/20

Πέμπτη 10 Απριλίου 2025

Παράκληση.

 

Χάνουν οι άνθρωποι πράγματα!

Τα ξεχνούν σε μέρη που κινούνται.

Σε μπαρ, σε καφέ, σε λεωφορεία, σε ταξί.

Τι γίνονται όλα αυτά;

Τα βρίσκει κάποιος ή πεθαίνουν μοναχικά, παγωμένα το χειμώνα, βρεγμένα το φθινόπωρο, καμένα το καλοκαίρι;

Δεν ξέρω τι τους συμβαίνει την άνοιξη!

Δεν έχασα τίποτα ποτέ μου την άνοιξη!

Όσα πράγματα είχα κι έχασα έζησαν χωρίς άνοιξη γι' αυτό χάθηκαν στις υπόλοιπες εποχές του χρόνου...

Την Άνοιξη όμως που έχασα στη γέννηση μου, βρέφος ανίσχυρο να την κρατήσω μέσα μου

 - κι αλίμονο δεν βρήκα ποτέ τι απέγινε - 

την χρειάζομαι... 

Χάνουν οι άνθρωποι πράγματα...

Ποιος τα βρίσκει;

Τον εκλιπαρώ... να μου την φέρει...


Σοφία Τανακιδου

10/4/24

Από το ανθολόγιο του έρωτα το κόκκινο "Ελευθέριες τέχνες"

Ο χρόνος.

 

 


 Ο χρόνος λένε κλείνει πληγές.


Γιατί να τις κλείνει; Τι είναι ο χρόνος πόρτα; Την κλείνουμε και ξεχνάμε;


Την κλείνουμε και αφήνουμε έξω τα άσχημα; 


Και τα όμορφα;


Τα διαχωρίζει ο χρόνος να μην κλειδωθούν κι αυτά έξω απ’ την μνήμη;


Πώς ξέρει ποια είναι όμορφα και ποια άσχημα;


Ο χρόνος λένε θα σου μάθει.


Τι να μου μάθει;


Δάσκαλος είναι;


Και όσοι δεν ξέρουν να διαβάζουν δεν θα μάθουν;


Δεν τον είδα ποτέ στο σχολείο.


Γέρασα μέσα στα βιβλία και τίποτα δεν μου έμαθε.


 


Ο χρόνος λένε είναι γιατρός.


Πού σπούδασε;


Ποιο πανεπιστήμιο τελείωσε;


Δεν τον είδα ποτέ σε χειρουργείο, 


ασθενής στο κρεβάτι με ανοιχτές πληγές, 

δεν τις γιάτρεψε.


 


Ούτε πόρτα 


ούτε δάσκαλος 


ούτε γιατρός, 


δεν μου στάθηκε,


δεν ήταν παρών 


στη ζωή μου,


διάβηκε βιαστικός


μέσα από τις ρωγμές μου...


και τον έχασα.


 


Σοφία Τανακιδου

19/3/25

Φεγγάρι από ρόδα

 

Κάθε φορά 

που δύο άνθρωποι ερωτεύονται 

ένα κόκκινο εκατοντάφυλλο ρόδο 

ανθίζει στο φεγγάρι.

Κάθε φορά 

που δύο που αγαπήθηκαν άνθρωποι χωρίζουν

ένα κόκκινο εκατοντάφυλλο ρόδο

πέφτει να πνιγεί απελπισμένο στη θάλασσα.

Τα κύματα το παρασέρνουν στην στεριά

και ξεβράζει στην ακτή τα εκατό πέταλα,

μιας αιώνιας αγάπης

που καταπάτησε τον όρκο της.

Άνθρωποι... μην τρομάζετε με τα λίγα αιματοβαμμένα ρόδα στην ακτή...

να κοιτάτε πάντα ψηλά, 

εκεί που ένα φεγγάρι από εκατοντάφυλλα ανθισμένα ρόδα παραμένει στον ουρανό αιώνια.


Σοφία Τανακίδου

16/4/24

Ο θείος μου ο Αλέξης

 

Εκείνα τα ατελείωτα παιδικά καλοκαίρια στο χωριό μου την Μακρυνίτσα Σερρών είχαν πάντα την σφραγίδα του θείου Αλέξη.

Ο θείος Αλέξης είχε μια μοναδική θέση στην καρδιά μου πριν ακόμη καταλάβω ποια συγγένεια μας ένωνε. Και καμιά συγγένεια να μην μας ένωνε πάλι θα τον αγαπούσα, ήταν γραφτό εξαρχής μόνο και μόνο γιατί μας έλεγε παραμύθια ...

Περίμενα ανυπόμονα πότε θα γυρίσουν από το χωράφι με τα καπνά για να καθήσουμε όλοι μαζί γύρω γύρω να βοηθήσουμε στο "μπούρλιαγμα" 

Ο θείος Αλέξης μας έδινε όλους από μια μεγάλη βελόνα που ήταν πάνω κάτω ίση με το μπόι μου κι εμείς περνούσαμε από την μύτη της ένα ένα τα φύλλα του καπνού,  μόλις γέμιζε τα αδειάζαμε από το μάτι της βελόνας σε ένα σκοινί που περνούσε μέσα από εκεί και ξανά πάλι από την αρχή την ξαναγεμίζαμε ενώ εκείνος άρχιζε τα παραμύθια, μια για τον ραφτάκο που σκότωσε με την μια εφτά κι όλοι τον τρέμανε και μια για το ατρόμητο παλικάρι που έφυγε από τον τόπο του για να πάει να συναντήσει τον φόβο...

Όση ώρα δουλεύαμε τόση ώρα μας εξιστορούσε παραμύθια, που τα πιο πολλά τα γνώριζα τα είχα ξανακούσει ή διαβάσει, αλλά ο θείος Αλέξης είχε έναν τρόπο μοναδικό να τα λέει, που όσες φορές κι αν τα άκουγα ήταν σαν να τα άκουγα πρώτη φορά.

Κι ύστερα αφού μας τάιζε με το ζόρι μας ευχαριστούσε για την βοήθεια και κλείναμε ραντεβού για την επόμενη μέρα να πάμε να βοηθήσουμε...

Κι οι ώρες που διαρκούσαν μέχρι να ξημερώσει μου φαίνονταν ατελείωτες.

"Πότε θα πάμε στον θείο Αλέξη" ρωτούσα συνέχεια την μαμά μου και μόλις ξημέρωνε έφευγα πρώτη χωρίς να την περιμένω.

Έκοβα δρόμο μέσα από το ποτάμι αν και φοβόμουν γιατί εκεί βρισκόταν πάντα δεμένος ο γάιδαρος του γείτονα κι έπρεπε να περάσω από δίπλα του με τον φόβο πάντα ότι μπορεί και να με κλωτσήσει. Δεν με είχε κλωτσήσει ποτέ ο καημένος, ήταν πάντα τόσο ήρεμος αλλά ο φόβος στο δικό μου μυαλό είχε σχηματίσει αντίθετη γνώμη.

Όσο κι αν φοβόμουν όμως δεν έπαυα να περνάω από εκεί για να φτάσω όσο μπορώ πιο γρήγορα στο σπίτι του θείου Αλέξη. Νηστικιά ακόμη γέμιζα την κοιλιά μου με τα άσπρα μούρα από την μουριά της αυλής τους και μετά έπαιρνα την θέση μου δίπλα του για να τον ακούω καλύτερα. Τον άκουγα, ρουφούσα κάθε λέξη του σαν σφουγγάρι και ζήλευα ταυτόχρονα τα άλλα παιδιά δίπλα μου που τον φώναζαν παππού.

"Μαμά εγώ γιατί δεν έχω παππού; Μαμά γιατί να μην είναι παππούς μου ο θείος Αλέξης;" ρώτησα μια μέρα θυμωμένη την μαμά μου.

"Παππούς σου είναι, αδερφός της γιαγιάς σου, αλλά για να ξεχωρίζεις από τα πραγματικά εγγόνια του για αυτό εσύ πρέπει να τον λες "θείο". Αλλά αν θες μπορείς να τον λες και παππού δεν θα τον πειράξει" μου απάντησε εκείνη.

Δεν τον είπα όμως ποτέ παππού!

Ντράπηκα να τον πω παππού; 

Η γλώσσα είχε συνηθίσει πια στο "θείο;"

Δε ξέρω! Το μόνο που ήξερα ήταν ότι ένιωθα μέσα μου ότι εγώ τον αγαπούσα περισσότερο από όλους! Κι από τα εγγόνια του κι από τα παιδιά του που τον λάτρευαν κι από την γυναίκα του! Από όλους!

Και μια μέρα τον αγάπησα ακόμη περισσότερο όσο κι αν πίστευα πως δεν ήταν εφικτό.

Άκουσα μια συζήτηση των μεγάλων, λίγα λόγια που έφτασαν σαν κακό παραμύθι στα παιδικά μου αυτιά... ο θείος Αλέξης είχε κάνει εξορία...

Αυτό άκουσα...δεν έμαθα ποτέ τον λόγο ή αν ήταν κι αλήθεια,  αν και η μαμά μου έλεγε πολλές φορές πως εκείνα τα σκληρά χρόνια αν κάποιος δε σε χώνευε έλεγε κακά πράγματα για σένα και σε έστελναν στην εξορία..

Ήταν μια λέξη η εξορία που είχα μάθει από το σχολείο, ο δάσκαλος μας είχε πει πως τα αρχαία χρόνια έγραφαν το όνομα κάποιου που ήθελαν να εξορίσουν πάνω σε μια πέτρα, αν έγραφαν το ίδιο όνομα πολλοί άνθρωποι πάνω στις πέτρες τότε τον άνθρωπο με αυτό το όνομα τον έδιωχναν μακριά από τον τόπο του και την οικογένειά του: Εξορία!

Ποιος μπορεί όμως να μην χώνευε τον θείο μου τον Αλέξη που όλοι τον λάτρευαν;

Ίσως να τον είχαν ακούσει να λέει το παραμύθι με τον ραφτάκο που σκότωσε εφτά και να νόμιζαν πως ήταν αυτός. Ο ραφτάκος όμως μόνο μύγες σκότωνε, όπως κι ο θείος μου ο Αλέξης. Τις κυνηγούσε με την μυγοσκοτώστρα για να μην μας τσιμπήσουν καθώς δουλεύαμε.

Ίσως να είχαν ακούσει να λέει για το παραμύθι για το ατρόμητο παλικάρι που έφυγε από τον τόπο του για να συναντήσει τον φόβο και να νόμιζαν ότι είναι αυτός και ήθελαν να δοκιμάσουν πόσο ατρόμητος θα γινόταν μακριά από την οικογένεια του.

Δεν έμαθα ποτέ τον λόγο, δεν ήξερε κανείς μάλλον να μου πει γιατί λόγος δεν υπήρχε, υπήρχε όμως λόγος να τον αγαπήσω τώρα περισσότερο.

Κι από Αλέξης έγινε μέσα μου Αλέξανδρος! Δεν είχε άλογο αλλά είχε ένα τρακτέρ που όταν ανέβαινε επάνω γινόταν ο βασιλιάς του κόσμου!

"Έλα να σε πάω μια βόλτα" μου έλεγε.

Κι εγώ ανέβαινα με ένα σάλτο δίπλα του κι ένιωθα σαν η μικρή του πριγκίπισσα.

"Θείο Αλέξη να σου πω ένα μυστικό; Μια μέρα όταν μεγαλώσω θα λέω κι εγώ παραμύθια ή μάλλον δεν θα τα λέω, γιατί δεν θα μάθω ποτέ να τα λέω τόσο όμορφα όπως εσύ! Θα τα γράφω! Παραμύθια για μεγάλους όμως! Θα γράψω και για σένα! Με πιστεύεις θείο Αλέξη;"

"Και βέβαια σε πιστεύω Σοφούλα μου..."


Σοφία Τανακιδου 

23/6/24


Και να που σήμερα το θυμήθηκα κι έγραψα για σένα θείο Αλέξη... έχεις χρόνια που έφυγες από κοντά μας αλλά δεν ξέχασα ποτέ ούτε την μορφή σου, ούτε τα παραμύθια σου, ούτε τις αλήθειες σου...

γιατί τους ανθρώπους που αγαπάς, τους ανθρώπους που σε αγαπούν τίποτα και κανένας δεν τους σβήνει από την μνήμη...

Μαύρο σε κόκκινο φόντο.

 

Έχω ένα σκοπό... να αντέξω...

Ξέρω πόσο απάνθρωπα θα με ματώσουν, 

χρόνια ματώνουν οτιδήποτε ματώνει δίνοντας ζωή στους ίδιους.

Χρόνια στο μαύρο κυκλώνουν το κορμί μου,

χρόνια στο μαύρο κυκλώνουν την ψυχή μου.

Εξάλλου έτσι ματωμένη εγώ γεννήθηκα, 

Τι να φοβηθώ απο το κόκκινο;

Το μαύρο σας μόνο φοβάμαι κι απεχθάνομαι!

Μα έχω ένα σκοπό... να αντέξω...

Μέχρι που θα με δείτε γυμνή να περνώ από δίπλα σας, μέχρι που το κορμί μου να γίνει άγρια φωνή διψασμένη για χρώμα.

Μέχρι που το κορμί μου δίχως φόβο να αγκαλιάσετε,

μέχρι που τη φωνή μου που σωπαίνει να ακούσετε...

Κι όταν θα κυλήσει κι η τελευταία σταγόνα κόκκινο από το χρόνια ματωμένο κορμί μου, μην κλάψετε για τον σημερινό στιγμιαίο θάνατο μου, παρά μόνο για αυτή τη δόλια ζωή που δεν έζησε, όχι μόνο εγώ, αλλά καμμία μας.


Σοφία Τανακιδου 

5/11/24

Εις μνήμην

 

Δυο χρόνια καίει μέσα μου 

μία επιθυμία

να κάψω τα ποιήματα 

που έγραψα για τρένα.

Μα μέσα σε όλα είχα εκεί 

πάντα την λέξη μάνα!


"Μαμά μου που δεν με άφηνες 

να ταξιδεύω μόνη 

οι πιο γλυκές μου ανάμνησες 

οι δυό μας στο βαγόνι"


Πώς να τις κάψω στο χαρτί 

στη μνήμη πώς να θάψω 

Κι έτσι απλά απ' την καρδιά 

όλες να τις πετάξω;


Δύο χρόνια ακούω να περνούν 

τα τρένα και τρομάζω 

και την αγάπη μου γι' αυτά 

σε θλίψη την αλλάζω. 


Τι φταίν όμως τα σίδερα;

Τι φταίν οι λαμαρίνες;

Οι φταίχτες δεν εβρέθηκαν 

κι ας φεύγουνε οι μήνες.


Βαμμένα χέρια με αίματα 

μες τις γεμάτες τσέπες 

μιας και ποτέ δε θα τα βρουν,

ποτέ δε θα πληρώσουν, 

οι Ερινύες ύαινες 

οφείλουν να το πράξουν, 

τον ύπνο και τον ξύπνιο τους 

να τον κατασπαράξουν. 

Να ακούν τα τρένα της οργής 

τα μοιρολόγια μάνας 

μέχρι να σβήσει ο ήλιος τους, 

μέχρι να παραδώσουν,

στον Άδη μαύρες τους ψυχές...

και έτσι να γλυτώσουν.


"Μαμά μου που δεν με άφηνες 

να ταξιδεύω μόνη, 

συντρόφευε για χάρη μου 

- εκεί ψηλά -

57 ακόμη"


Σοφία Τανακιδου

30/1/25

Άγγελος χωρίς φτερά.

 

Όλοι είχαν να λένε:  Άγιος άνθρωπος!

Το φανέρωνε εξάλλου και το όνομά της: Αγγέλω! 

Όλοι έτσι την λέγανε. Όνομα και πράγμα! Πάντα με το χαμόγελο, με την καλή της κουβέντα, δεν είχε ξεστομίσει ποτέ κακό λόγο για κανέναν, ακόμη και για τους εχθρούς της πάντα κάτι καλό έλεγε. Αλλά είχε εχθρούς η Αγγέλω; Πώς θα μπορούσε; Σε τόση καλοσύνη χώραγε εχθροσύνη;

Πώς μπορείς να έχεις εχθρό έναν άγγελο;

Όλοι την αγαπούσαν και όλοι την συμβουλεύονταν όλους τους καημούς τους της έλεγαν και τα μυστικά τους. 

Είχε κάτι πάνω της αυτή η γυναίκα που σαν την έβλεπες θαρρείς και άνοιγε η καρδιά σου κι ήθελες να της εξομολογηθεις τα πάντα!! Ένιωθαν μέσα τους πως δεν θα τους πρόδιδε σε κανέναν κι ούτε θα τους κατηγορούσε για τις μικρές αμαρτίες που μοιράζονταν μαζί της. Εξομολόγος δίχως ράσο! Απλώς άγγελος!! Τίποτα δεν είχε μαρτυρήσει ποτέ!

Θα μαθεύοταν αν είχε μαρτυρήσει έστω και κάτι στο μικρό χωριό τους, ένα που το έλεγαν κι ένα που το ξέχναγε.

Κάθε πρωί το σπιτικό της ήταν ανοικτό για την εξομολόγηση...

Ένα πρωινό όμως λίγο πριν τα Χριστούγεννα χτύπησαν την πόρτα και δεν άνοιξε!

Πέρασαν ένας ένας όσοι μοιράζονταν τα μυστικά τους μαζί της.

Χτύπησαν ξαναχτύπησαν καμία απάντηση!

Πρώτη φορά στα τόσα χρόνια που την γνώριζαν όταν ήρθε νύφη στο χωριό τους και δεν ήταν και λίγα...

Το βράδυ όταν γύρισε ο άντρας της από την δουλειά, τους βρήκε έξω από την πόρτα να αναρωτιούνται τι απέγινε. Ο άντρας απάντησε πως αυτός την άφησε σπίτι όταν έφυγε το πρωί για το μεροκάματο, μα το σπίτι μέσα ήταν άδειο! Συγυρισμενο, καθαρό μα άδειο!

Όλη την νύχτα έψαχναν να την βρουν, οργάνωσαν περιπολίες και χωρίστηκαν σε ομάδες, άλλοι ανέβηκαν στο βουνό κι άλλοι γύριζαν στα σοκάκια. 

Πέρασε μια βδομάδα έτσι κι όσο κι αν έψαξαν, όπου κι αν έψαξαν, πουθενά η Αγγέλω!

Οι άγιες μέρες των Χριστουγέννων πέρασαν, έφτασε η πρωτοχρονιά πουθενά η Αγγέλω! 

Κανένα σπίτι δε στόλισε, κανένα γλέντι δε διοργανώθηκε κι η μόνη ευχή που ξεστόμιζαν σε όλες τις άγιες μέρες ήταν μια μόνο: Να βρεθεί η Αγγέλω τους!

Το νέο διαδόθηκε με την καινούργια χρονιά και στα γειτονικά χωριά ώσπου έφτασε και στα αυτιά της αστυνομίας:

- Γιατί δεν ήρθατε να μας καταγγείλετε ότι εξαφανίστηκε η γυναίκα σας; ρώτησε ο αστυνομικός τον άντρα της κι άρχισε την ανάκριση.

- Περίμενα πως θα γυρίσει! απάντησε εκείνος!

- Έχει ξαναφύγει; Το κάνει συχνά;

 - Όχι πρώτη φορά έφυγε!

 -Πόσα χρόνια είστε παντρεμένοι;

- Ούτε θυμάμαι αστυνόμε μου, πάρα πολλά, δεν είχε φύγει ποτέ ούτε μέρα από το σπίτι μας.

- Και περιμένετε έτσι απλά να γυρίσει; 

Έπρεπε να μας ειδοποιήσετε, μπορεί να της έκανε κάτι κακό κάποιος εχθρός της ή να της κάνατε εσείς κάτι κακό!

 - Εγώ; Γιατί να της έκανα εγώ κακό; Ένας άγγελος ήταν η Αγγέλω μου! Ρωτήστε όποιον θέλετε στο χωριό! Η καλύτερη γυναίκα ήταν! Ούτε εχθρούς είχε όλοι την αγαπούσαν! Ήταν ένας άγγελος σας λέω!

 - Ήταν;

Γιατί μιλάτε σε χρόνο παρελθοντικό; Νιώθετε ότι έχει πεθάνει; Η το ξέρετε γιατί την σκοτώσατε εσείς;

 - Δεν έχει πεθάνει! Δεν μπορεί να έχει πεθάνει! Και θα γυρίσει! Το ξέρω ότι θα γυρίσει για αυτό και μόνο δεν σας ειδοποίησα , αλλά δε ξέρω το πότε!

 - Και πώς είστε σίγουρος ότι θα γυρίσει;

 - Δεν μπορώ να σας πω! Δηλαδή δεν θα με πιστέψετε κι αν σας πω!

 - Δοκίμασε να μου πεις και θα αποφασίσω εγώ αν θα σε πιστέψω ή όχι!

 - Είμαι σίγουρος ότι θα γυρίσει γιατί έχει αφήσει πίσω τα φτερά της!

 - Είστε τρελός κύριε μου;!

 - Όχι αλήθεια λέω, τα έχω κλειδωμένα σε ένα μπαούλο, κοιτάξτε εδώ έχω το κλειδί κρεμασμένο στο λαιμό μου πάντα για να μην τα πάρει!

 - Τα φτερά της; Από το μπαούλο;

 - Ναι!

 - Πάμε να μου τα δείξεις κι ίσως σε πιστέψω! 

 - Δεν μπορώ να ανοίξω το μπαούλο μπορεί να εμφανιστεί ξαφνικά μπροστά μας και να πάρει τα φτερά και να φύγει.

 - Έχει ήδη φύγει κύριε μου!

 - Ναι, αλλά θα γυρίσει, χωρίς τα φτερά της θα γυρίσει, αν τα βρει όμως θα φύγει για πάντα.

 - Νομίζω πως θα χρειαστεί να σας μιλήσει ψυχίατρος! Αλλά μέχρι τότε δώστε μου το κλειδί θα ανοίξω προσεκτικά μην φοβάστε δεν θα την αφήσω να τα πάρει τα φτερά της! Καλύτερα να μου το δώσετε ήρεμα κι ωραία και να μην αναγκαστώ να το πάρω με την βία! τον ανάγκασε μια με το καλό και μια με το άγριο ο αστυνόμος τελικά για να του δώσει το κλειδί.

 - Εντάξει! Αλλά να προσέχετε μην εμφανιστεί ξαφνικά!

 - Θα προσέχω!

 - Εγώ θα φυλάω την είσοδο! συμφώνησε ο άντρας και του έδωσε το κλειδί διστακτικά.


Ο αστυνόμος με το κλειδί στο χέρι ανέβηκε στην σοφίτα του σπιτιού όπου ήταν φυλαγμένο το σεντούκι, την στιγμή που γύρισε το κλειδί στην κλειδαριά κοίταξε για ένα λεπτό επιφυλακτικά γύρω του επηρεασμένος από τα λεγόμενα του άντρα της Αγγέλως, αυτό που φοβόταν όμως περισσότερο ήταν το τι θα έβρισκε μέσα στο μπαούλο. Φοβόταν μήπως αντί για τα φτερά βρει την ίδια μέσα σκοτωμένη από τον τρελό άντρα της και κρύος ιδρώτας άρχισε να τον λούζει! Πήρε μια βαθιά ανάσα κι άνοιξε το μπαούλο.

"Θεέ μου! Αλήθεια είναι φτερά!" μουρμούρισε και συγχρόνως αισθάνθηκε κάτι να αγγίζει απαλά τον ώμο του

 - Μην τρομάξεις, σε παρακαλώ μη φωνάξεις μια γυναικεία φωνή του ψιθύρισε στο αυτί.

Ήταν εκεί μπροστά του! Την αναγνώρισε από τις φωτογραφίες! Η Αγγέλω!

- Η Αγγέλω είσαι; Σε ψάχνει όλο το χωριό δέκα μέρες!

-Εδώ ήμουν δεν έφυγα λεπτό από το σπίτι! Εδώ κρυβόμουν!

- Κρυβόσουν; Από ποιον από τον άντρα σου; Σε κακομεταχειρίζεται; Πες μου τι σου κάνει κι εγώ θα τον βάλω φυλακή αμέσως!

 - Δεν θέλω το κακό του! Δεν με κακομεταχειρίζεται! Με αγαπάει! Έχει όμως τα φτερά μου! Αυτά θέλω! Μόνο αυτά θέλω! Θα μου τα φορέσεις σε παρακαλώ; Δεν μπορώ μόνη! Μπορώ μόνο να τα βγάλω μόνη μου! Κανείς δεν μπορεί να μου τα βγάλει όσο τα φορώ! Πρέπει κάποιος να μου τα φορέσει όμως! Θα με βοηθήσεις;

Δεν θα αρνιόταν! Για αυτό βρισκόταν εκεί! Για να την βρει και να την βοηθήσει! Αυτή ήταν εξάλλου η δουλειά του κι αν έκανε κάτι καλά στη ζωή του αυτό ήταν η δουλειά του!

Έβγαλε τα φτερά από το μπαούλο ενώ εκείνη του γύριζε την πλάτη και έβγαλε βιαστικά το φόρεμα της

- Τοποθέτησε τα στα σημάδια που βλέπεις, του εξήγησε.

Στην πλάτη της ήταν εμφανή δύο χαρακιές από άκρη σε άκρη κάθετα, έσυρε τα φτερά πάνω στις χαρακιές κι αυτά έγιναν ένα με το κορμί της, ζωντάνεψαν κι άνοιξαν διάπλατα κι ένα δυνατό φως απλώθηκε σε όλο το σπίτι.

Άκουσε το ουρλιαχτό του άντρα της που κατάλαβε πως το "κακό" είχε συμβεί.

 - Ευχαριστώ πολύ! Τώρα μπορώ να φύγω, είπε στον αστυνόμο. 

 - Να σε ρωτήσω πριν φύγεις;

Καταλαβαίνω ότι δεν μπορούσες να φύγεις χωρίς αυτά! Γιατί τα έβγαλες όμως;

 - Τον αγάπησα!

 - Δεν τον αγαπάς πια;

 - Θα τον αγαπώ πάντα, δε ξέρω να μισώ, μα πόσο μπορείς να μείνεις με κάποιον που σου κλειδώνει τα φτερά που του πρόσφερες;"


Σοφία Τανακιδου 

8/1/25

Αν είχε πρόσωπο η ψυχή.

 



Αν σου έδειχνε το πρόσωπο της η ψυχή,

που την τρυπούν αλύπητα τα λόγια 

και οι πράξεις σου άνθρωπε...

Θα σώπαινες για λίγο ή για πάντα;

Θα συναισθανόσουν τι της προκαλείς 

ή θα έμενες όπως είσαι απαθής;

Μην μολύνεις άλλο την ψυχή 

γιατί θαρρείς πως δεν τη βλέπει 

μέσα εκεί κανείς...


Μπορεί να βρει και πρόσωπο 

όπως βρίσκει 

- για να σ' ανέχεται - αντοχή

κι εσύ να μην βρίσκεις 

που να κρύψεις το δικό σου 

απο ντροπή.


Σοφία Τανακιδου 

2/4/25



Ο άγνωστος του τρένου ΙC 62

 

 


Κρατούσε στο χέρι το εισιτήριο, δεν είχε αποσκευές μαζί του, μόνο μέσα στην δεξιά τσέπη από το μαύρο μπουφάν του, ένα μικρό κουτάκι τυλιγμένο σε χρυσαφί χαρτί.

Μπήκε στο πέμπτο βαγόνι και κάθησε στη θέση 22.

Δίπλα του μια παρέα παιδιών δεν σταμάτησαν να συνομιλούν. Άκουγε τα πάντα αλλά δεν έβγαλε μιλιά αυτός. Δεν τον ενοχλούσαν, ήταν φοιτητές και γύριζαν μετά το τριήμερο στο πανεπιστήμιο τους...

Δεν τον ενοχλούσαν... αγαπούσε τους νέους, όχι ότι αυτός ήταν ιδιαίτερα μεγάλος...

40 χρόνων ήταν!

Μόλις πριν λίγες μέρες τα είχε κλείσει!

Τα είχε περάσει μόνος του τα γενέθλια του, όπως τα τελευταία 3 χρόνια, από τότε που χώρισε από μια μακροχρόνια σχέση...

Όχι κακός χωρισμός απλά αναγκαίος...

η απόσταση τους είχε κουράσει... αυτός Αθήνα, η αγαπημένη του Θεσσαλονίκη... κάποια στιγμή κάποιος έπρεπε να κάνει το βήμα να αλλάξει διεύθυνση... κανένας όμως δεν το αποφάσιζε...

Αποφάσισαν τελικά ότι η αγάπη τους δεν ήταν αρκετή για να αντέξει!


Τρία χρόνια ούτε ένα μήνυμα ούτε μια λέξη...το είχαν αποφασίσει μαζί...για να ξεχάσουν...για να μην πονάνε...να μην θυμούνται...

Καλύτερα ούτε καν φίλοι... "πονάει" είπαν και οι δύο, καλύτερα να προχωρήσουμε στη ζωή σαν ξένοι!

Μα ξαφνικά εκείνη έσπασε τον όρκο, του τηλεφώνησε...

Χρόνια πολλά του είπε κι έκλεισε το τηλέφωνο...

Απλώς χρόνια πολλά...

Κι εκείνος άκουσε μέσα σε αυτό το "χρόνια πολλά" ότι εκείνη ποτέ δεν τον ξέχασε.

Κι εκείνος άκουσε μέσα στο "χρόνια πολλά" ότι ούτε εκείνος την ξέχασε...

Δεν κοιμήθηκε όλη νύχτα... σκεφτόταν... σκεφτόταν...

Σκεφτόταν πως θα ζούσε όλα αυτά τα πολλά χρόνια χωρίς εκείνη! Όταν ξημέρωσε η απάντηση ήταν ήδη μπροστά του: Δεν μπορούσε!

Πήγε στη δουλειά του και κατευθύνθηκε στο γραφείο του αφεντικού του αφήνοντας ένα έγγραφο οικειοθελής αποχώρησης από την επιχείρηση. Χαιρέτισε τους συναδέλφους του και κατευθύνθηκε προς το πλησιέστερο κοσμηματοπωλείο...

Ύστερα πήγε στον σπιτονοικοκύρη του κι άφησε τα κλειδιά του σπιτιού στα χέρια του.

"Φεύγω δεν θα πάρω τίποτα μαζί μου, δώσε τα ρούχα μου στην εκκλησία" του ζήτησε ξέροντας ότι ο ιδιοκτήτης θα εκπλήρωνε την επιθυμία του.

Δεν ήθελε να πάρει τίποτα μαζί του! Θα άρχιζε μια καινούργια ζωή, μαζί της πια! Όλα καινούργια! Όλα νέα! Όλα για... χρόνια πολλά πια μαζί της!

Κι ανέβηκε στο τρένο, την τελευταία μέρα του Φλεβάρη, οραματιζόμενος μια άνοιξη μαζί της,

απόλυτα σίγουρος, απόλυτα έτοιμος, απόλυτα άδειος από το παρελθόν και γεμάτος μόνο με μέλλον, μέλλον κρυμμένο μέσα στην δεξιά του τσέπη, ένα μικρό κουτάκι τυλιγμένο με χρυσαφί χαρτί... που θα της το έδινε μόλις έφτανε Θεσσαλονίκη...

Δεν τον περίμενε, δεν είχε ιδέα εκείνη ότι θα έπρεπε να τον περιμένει... αλλά μέσα του ήξερε ότι θα τον δεχόταν, ότι θα του έλεγε "Ναι"

Αυτό το "Ναι" συλλογιόταν όταν έπινε τον καφέ του στο κυλικείο του τρένου για να κατορθώσει να παραμείνει ξύπνιος, καταστρώνοντας σχέδια για τους δυο τους...

Κι όχι δε συνέβη αυτό που λένε συνήθως πως γελάει ο θεός όταν οι άνθρωποι καταστρώνουν σχέδια...

Δεν γέλασε ο θεός...

Αντίθετα... ήταν ο μόνος που δάκρυσε για κείνον...τον άγνωστο του τρένου...

Ήταν ο μόνος που τον αναγνώρισε όταν έφτασε δίπλα του...

Γιατί στη γη, ήταν τόσο ισχυρή η έκρηξη από την σύγκρουση του τρένου του, μετωπικά με ένα άλλο εμπορικό τρένο... και τόση η βιασύνη των αρμόδιων να τσιμεντώσουν τα πάντα, που κανείς δεν θα μάθαινε γι' αυτόν...

Δεν θα ήταν παρά ένα συν, ένας σταυρός που θα ακολουθούσε το 57...

57 +

Κι όπως δεν θα άφηναν ποτέ να μαθευτεί το τι κουβαλούσε εκείνο το εμπορικό... έτσι και κανείς δεν θα μάθαινε το όνομα του αγνώστου του τρένου και τι κουβαλούσε μαζί του... στη δεξιά τσέπη του μπουφάν του μέσα σε ένα μικρό κουτάκι τυλιγμένο σε χρυσαφί χαρτί... 


Σοφία Τανακιδου

10/4/25