Κρατούσε στο χέρι το εισιτήριο, δεν είχε αποσκευές μαζί του, μόνο μέσα στην δεξιά τσέπη από το μαύρο μπουφάν του, ένα μικρό κουτάκι τυλιγμένο σε χρυσαφί χαρτί.
Μπήκε στο πέμπτο βαγόνι και κάθησε στη θέση 22.
Δίπλα του μια παρέα παιδιών δεν σταμάτησαν να συνομιλούν. Άκουγε τα πάντα αλλά δεν έβγαλε μιλιά αυτός. Δεν τον ενοχλούσαν, ήταν φοιτητές και γύριζαν μετά το τριήμερο στο πανεπιστήμιο τους...
Δεν τον ενοχλούσαν... αγαπούσε τους νέους, όχι ότι αυτός ήταν ιδιαίτερα μεγάλος...
40 χρόνων ήταν!
Μόλις πριν λίγες μέρες τα είχε κλείσει!
Τα είχε περάσει μόνος του τα γενέθλια του, όπως τα τελευταία 3 χρόνια, από τότε που χώρισε από μια μακροχρόνια σχέση...
Όχι κακός χωρισμός απλά αναγκαίος...
η απόσταση τους είχε κουράσει... αυτός Αθήνα, η αγαπημένη του Θεσσαλονίκη... κάποια στιγμή κάποιος έπρεπε να κάνει το βήμα να αλλάξει διεύθυνση... κανένας όμως δεν το αποφάσιζε...
Αποφάσισαν τελικά ότι η αγάπη τους δεν ήταν αρκετή για να αντέξει!
Τρία χρόνια ούτε ένα μήνυμα ούτε μια λέξη...το είχαν αποφασίσει μαζί...για να ξεχάσουν...για να μην πονάνε...να μην θυμούνται...
Καλύτερα ούτε καν φίλοι... "πονάει" είπαν και οι δύο, καλύτερα να προχωρήσουμε στη ζωή σαν ξένοι!
Μα ξαφνικά εκείνη έσπασε τον όρκο, του τηλεφώνησε...
Χρόνια πολλά του είπε κι έκλεισε το τηλέφωνο...
Απλώς χρόνια πολλά...
Κι εκείνος άκουσε μέσα σε αυτό το "χρόνια πολλά" ότι εκείνη ποτέ δεν τον ξέχασε.
Κι εκείνος άκουσε μέσα στο "χρόνια πολλά" ότι ούτε εκείνος την ξέχασε...
Δεν κοιμήθηκε όλη νύχτα... σκεφτόταν... σκεφτόταν...
Σκεφτόταν πως θα ζούσε όλα αυτά τα πολλά χρόνια χωρίς εκείνη! Όταν ξημέρωσε η απάντηση ήταν ήδη μπροστά του: Δεν μπορούσε!
Πήγε στη δουλειά του και κατευθύνθηκε στο γραφείο του αφεντικού του αφήνοντας ένα έγγραφο οικειοθελής αποχώρησης από την επιχείρηση. Χαιρέτισε τους συναδέλφους του και κατευθύνθηκε προς το πλησιέστερο κοσμηματοπωλείο...
Ύστερα πήγε στον σπιτονοικοκύρη του κι άφησε τα κλειδιά του σπιτιού στα χέρια του.
"Φεύγω δεν θα πάρω τίποτα μαζί μου, δώσε τα ρούχα μου στην εκκλησία" του ζήτησε ξέροντας ότι ο ιδιοκτήτης θα εκπλήρωνε την επιθυμία του.
Δεν ήθελε να πάρει τίποτα μαζί του! Θα άρχιζε μια καινούργια ζωή, μαζί της πια! Όλα καινούργια! Όλα νέα! Όλα για... χρόνια πολλά πια μαζί της!
Κι ανέβηκε στο τρένο, την τελευταία μέρα του Φλεβάρη, οραματιζόμενος μια άνοιξη μαζί της,
απόλυτα σίγουρος, απόλυτα έτοιμος, απόλυτα άδειος από το παρελθόν και γεμάτος μόνο με μέλλον, μέλλον κρυμμένο μέσα στην δεξιά του τσέπη, ένα μικρό κουτάκι τυλιγμένο με χρυσαφί χαρτί... που θα της το έδινε μόλις έφτανε Θεσσαλονίκη...
Δεν τον περίμενε, δεν είχε ιδέα εκείνη ότι θα έπρεπε να τον περιμένει... αλλά μέσα του ήξερε ότι θα τον δεχόταν, ότι θα του έλεγε "Ναι"
Αυτό το "Ναι" συλλογιόταν όταν έπινε τον καφέ του στο κυλικείο του τρένου για να κατορθώσει να παραμείνει ξύπνιος, καταστρώνοντας σχέδια για τους δυο τους...
Κι όχι δε συνέβη αυτό που λένε συνήθως πως γελάει ο θεός όταν οι άνθρωποι καταστρώνουν σχέδια...
Δεν γέλασε ο θεός...
Αντίθετα... ήταν ο μόνος που δάκρυσε για κείνον...τον άγνωστο του τρένου...
Ήταν ο μόνος που τον αναγνώρισε όταν έφτασε δίπλα του...
Γιατί στη γη, ήταν τόσο ισχυρή η έκρηξη από την σύγκρουση του τρένου του, μετωπικά με ένα άλλο εμπορικό τρένο... και τόση η βιασύνη των αρμόδιων να τσιμεντώσουν τα πάντα, που κανείς δεν θα μάθαινε γι' αυτόν...
Δεν θα ήταν παρά ένα συν, ένας σταυρός που θα ακολουθούσε το 57...
57 +
Κι όπως δεν θα άφηναν ποτέ να μαθευτεί το τι κουβαλούσε εκείνο το εμπορικό... έτσι και κανείς δεν θα μάθαινε το όνομα του αγνώστου του τρένου και τι κουβαλούσε μαζί του... στη δεξιά τσέπη του μπουφάν του μέσα σε ένα μικρό κουτάκι τυλιγμένο σε χρυσαφί χαρτί...
Σοφία Τανακιδου
10/4/25
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου