Πέμπτη 10 Απριλίου 2025

Ο θείος μου ο Αλέξης

 

Εκείνα τα ατελείωτα παιδικά καλοκαίρια στο χωριό μου την Μακρυνίτσα Σερρών είχαν πάντα την σφραγίδα του θείου Αλέξη.

Ο θείος Αλέξης είχε μια μοναδική θέση στην καρδιά μου πριν ακόμη καταλάβω ποια συγγένεια μας ένωνε. Και καμιά συγγένεια να μην μας ένωνε πάλι θα τον αγαπούσα, ήταν γραφτό εξαρχής μόνο και μόνο γιατί μας έλεγε παραμύθια ...

Περίμενα ανυπόμονα πότε θα γυρίσουν από το χωράφι με τα καπνά για να καθήσουμε όλοι μαζί γύρω γύρω να βοηθήσουμε στο "μπούρλιαγμα" 

Ο θείος Αλέξης μας έδινε όλους από μια μεγάλη βελόνα που ήταν πάνω κάτω ίση με το μπόι μου κι εμείς περνούσαμε από την μύτη της ένα ένα τα φύλλα του καπνού,  μόλις γέμιζε τα αδειάζαμε από το μάτι της βελόνας σε ένα σκοινί που περνούσε μέσα από εκεί και ξανά πάλι από την αρχή την ξαναγεμίζαμε ενώ εκείνος άρχιζε τα παραμύθια, μια για τον ραφτάκο που σκότωσε με την μια εφτά κι όλοι τον τρέμανε και μια για το ατρόμητο παλικάρι που έφυγε από τον τόπο του για να πάει να συναντήσει τον φόβο...

Όση ώρα δουλεύαμε τόση ώρα μας εξιστορούσε παραμύθια, που τα πιο πολλά τα γνώριζα τα είχα ξανακούσει ή διαβάσει, αλλά ο θείος Αλέξης είχε έναν τρόπο μοναδικό να τα λέει, που όσες φορές κι αν τα άκουγα ήταν σαν να τα άκουγα πρώτη φορά.

Κι ύστερα αφού μας τάιζε με το ζόρι μας ευχαριστούσε για την βοήθεια και κλείναμε ραντεβού για την επόμενη μέρα να πάμε να βοηθήσουμε...

Κι οι ώρες που διαρκούσαν μέχρι να ξημερώσει μου φαίνονταν ατελείωτες.

"Πότε θα πάμε στον θείο Αλέξη" ρωτούσα συνέχεια την μαμά μου και μόλις ξημέρωνε έφευγα πρώτη χωρίς να την περιμένω.

Έκοβα δρόμο μέσα από το ποτάμι αν και φοβόμουν γιατί εκεί βρισκόταν πάντα δεμένος ο γάιδαρος του γείτονα κι έπρεπε να περάσω από δίπλα του με τον φόβο πάντα ότι μπορεί και να με κλωτσήσει. Δεν με είχε κλωτσήσει ποτέ ο καημένος, ήταν πάντα τόσο ήρεμος αλλά ο φόβος στο δικό μου μυαλό είχε σχηματίσει αντίθετη γνώμη.

Όσο κι αν φοβόμουν όμως δεν έπαυα να περνάω από εκεί για να φτάσω όσο μπορώ πιο γρήγορα στο σπίτι του θείου Αλέξη. Νηστικιά ακόμη γέμιζα την κοιλιά μου με τα άσπρα μούρα από την μουριά της αυλής τους και μετά έπαιρνα την θέση μου δίπλα του για να τον ακούω καλύτερα. Τον άκουγα, ρουφούσα κάθε λέξη του σαν σφουγγάρι και ζήλευα ταυτόχρονα τα άλλα παιδιά δίπλα μου που τον φώναζαν παππού.

"Μαμά εγώ γιατί δεν έχω παππού; Μαμά γιατί να μην είναι παππούς μου ο θείος Αλέξης;" ρώτησα μια μέρα θυμωμένη την μαμά μου.

"Παππούς σου είναι, αδερφός της γιαγιάς σου, αλλά για να ξεχωρίζεις από τα πραγματικά εγγόνια του για αυτό εσύ πρέπει να τον λες "θείο". Αλλά αν θες μπορείς να τον λες και παππού δεν θα τον πειράξει" μου απάντησε εκείνη.

Δεν τον είπα όμως ποτέ παππού!

Ντράπηκα να τον πω παππού; 

Η γλώσσα είχε συνηθίσει πια στο "θείο;"

Δε ξέρω! Το μόνο που ήξερα ήταν ότι ένιωθα μέσα μου ότι εγώ τον αγαπούσα περισσότερο από όλους! Κι από τα εγγόνια του κι από τα παιδιά του που τον λάτρευαν κι από την γυναίκα του! Από όλους!

Και μια μέρα τον αγάπησα ακόμη περισσότερο όσο κι αν πίστευα πως δεν ήταν εφικτό.

Άκουσα μια συζήτηση των μεγάλων, λίγα λόγια που έφτασαν σαν κακό παραμύθι στα παιδικά μου αυτιά... ο θείος Αλέξης είχε κάνει εξορία...

Αυτό άκουσα...δεν έμαθα ποτέ τον λόγο ή αν ήταν κι αλήθεια,  αν και η μαμά μου έλεγε πολλές φορές πως εκείνα τα σκληρά χρόνια αν κάποιος δε σε χώνευε έλεγε κακά πράγματα για σένα και σε έστελναν στην εξορία..

Ήταν μια λέξη η εξορία που είχα μάθει από το σχολείο, ο δάσκαλος μας είχε πει πως τα αρχαία χρόνια έγραφαν το όνομα κάποιου που ήθελαν να εξορίσουν πάνω σε μια πέτρα, αν έγραφαν το ίδιο όνομα πολλοί άνθρωποι πάνω στις πέτρες τότε τον άνθρωπο με αυτό το όνομα τον έδιωχναν μακριά από τον τόπο του και την οικογένειά του: Εξορία!

Ποιος μπορεί όμως να μην χώνευε τον θείο μου τον Αλέξη που όλοι τον λάτρευαν;

Ίσως να τον είχαν ακούσει να λέει το παραμύθι με τον ραφτάκο που σκότωσε εφτά και να νόμιζαν πως ήταν αυτός. Ο ραφτάκος όμως μόνο μύγες σκότωνε, όπως κι ο θείος μου ο Αλέξης. Τις κυνηγούσε με την μυγοσκοτώστρα για να μην μας τσιμπήσουν καθώς δουλεύαμε.

Ίσως να είχαν ακούσει να λέει για το παραμύθι για το ατρόμητο παλικάρι που έφυγε από τον τόπο του για να συναντήσει τον φόβο και να νόμιζαν ότι είναι αυτός και ήθελαν να δοκιμάσουν πόσο ατρόμητος θα γινόταν μακριά από την οικογένεια του.

Δεν έμαθα ποτέ τον λόγο, δεν ήξερε κανείς μάλλον να μου πει γιατί λόγος δεν υπήρχε, υπήρχε όμως λόγος να τον αγαπήσω τώρα περισσότερο.

Κι από Αλέξης έγινε μέσα μου Αλέξανδρος! Δεν είχε άλογο αλλά είχε ένα τρακτέρ που όταν ανέβαινε επάνω γινόταν ο βασιλιάς του κόσμου!

"Έλα να σε πάω μια βόλτα" μου έλεγε.

Κι εγώ ανέβαινα με ένα σάλτο δίπλα του κι ένιωθα σαν η μικρή του πριγκίπισσα.

"Θείο Αλέξη να σου πω ένα μυστικό; Μια μέρα όταν μεγαλώσω θα λέω κι εγώ παραμύθια ή μάλλον δεν θα τα λέω, γιατί δεν θα μάθω ποτέ να τα λέω τόσο όμορφα όπως εσύ! Θα τα γράφω! Παραμύθια για μεγάλους όμως! Θα γράψω και για σένα! Με πιστεύεις θείο Αλέξη;"

"Και βέβαια σε πιστεύω Σοφούλα μου..."


Σοφία Τανακιδου 

23/6/24


Και να που σήμερα το θυμήθηκα κι έγραψα για σένα θείο Αλέξη... έχεις χρόνια που έφυγες από κοντά μας αλλά δεν ξέχασα ποτέ ούτε την μορφή σου, ούτε τα παραμύθια σου, ούτε τις αλήθειες σου...

γιατί τους ανθρώπους που αγαπάς, τους ανθρώπους που σε αγαπούν τίποτα και κανένας δεν τους σβήνει από την μνήμη...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου