Πέμπτη 25 Οκτωβρίου 2018

Απόρριψη.



Χρειάζομαι πατέρα αγάπη και αγκαλιά
βοήθα με φωνάζω, με σπρώχνεις μακριά.
Δεν ξέρω πια τι καίει,το στρώμα ή εγώ
ούτε κανείς αν φταίει,δεν ψάχνω πια να βρω.

Εξω το βαποράκι κρυμμένο στο γιαπί 
εμένα περιμένει και βλέπεις το γιατί.
Δεν είμαι όμως αλήτης και μην το ξαναπείς αρρώστια έχω πατέρα αρρώστια της ζωής.

Χρειάζομαι πατέρα αγάπη και αγκαλιά,
κλαίγοντας η μητέρα με φίλησε στερνά
Μα εσύ δεν είχες ίχνος συμπόνιας στη φωνή
"για μένα είσαι ξένος" το είπες με ψυχή.

Δεν ντρέπομαι πατέρα που έφτασα ως εδώ.
Μα ντρέπομαι για σένα ντρέπομαι και πονώ.
Μόνο στις χαρές μου ήσουνα κοντά,
τις πίκρες τις περνούσα μέσα στη μοναξιά.

Σοφία Τανακίδου.
7/4/89

Τρίτη 23 Οκτωβρίου 2018

Δεν υπάρχεις.



Στο δρόμο βρέχει, νιώθω ένα κρύωμα στην καρδιά μου, σε λίγο φτάνω σπίτι ανοίγω την πόρτα ξαπλώνω κουρασμένη.
 Σε νιώθω γύρω μου, σέρνεσαι στο κρεβάτι, έρχεσαι όλο και πιο πολύ δίπλα μου, ακούω την ανάσα σου, ακούω το ειρωνικό σου γέλιο, μα δεν σε βλέπω.
Απλώνω τα χέρια μου μήπως και σε αγγίξω εξαφανίζεσαι τελείως. Περνάει λίγη ώρα ηρεμίας ώσπου σε νιώθω πάλι.
 -Ποιος είσαι;
 Σου φωνάζω δεν μου απαντάς ποτέ.
Προσπαθώ να κοιμηθώ να σε ξεχάσω,
ένας εφιαλτικός ύπνος κενός από όνειρα,
σαν να έχει πεθάνει η ψυχή μου με ταράζει,
μα ξυπνάω κάθε πρωί και αντικρίζω το συνηθισμένο φως και καταλαβαίνω πως ακόμα ζω.
Περνούν οι ώρες ως που σε ανακαλύπτω πάλι, σε κυνηγώ και όλο τρέχεις, θέλω να σε πιάσω, να τυλίξω τα χέρια μου στον άυλο λαιμό σου να σε σκοτώσω.
Δεν με αφήνεις πια ήσυχη,
σιγά σιγά παίρνεις και μορφή
ακόμα και στο δρόμο εμφανίζεσαι,
όταν θέλω να μιλήσω με κάποιον μπαίνεις ανάμεσά μας και μου κόβεις την ανάσα,
ώρες-ώρες είσαι τόσο τρομακτικός,
μερικές φορές κοιτάω στον καθρέφτη και δεν βλέπω το είδωλό μου βλέπω εσένα,
με πιάνει το παράπονο και κλαίω μόνη μου τότε έρχεσαι κοντά μου να με παρηγορήσεις θέλεις να γίνουμε φίλοι.
 - Μα αφού δεν υπάρχεις, σου φωνάζω απεγνωσμένα και τότε μία ερώτηση φτάνει μες στο μυαλό μου και καίει την ψυχή μου.
-Μήπως πιστεύεις ότι υπάρχεις εσύ;

Σοφία Τανακίδου
22/10/86

Κυριακή 21 Οκτωβρίου 2018

Βιτρίνα.



Βιτρίνα το γέλιο
στα χείλη μου
Να μη καταλάβουν
οι φίλοι μου.

Στην πίστα
χορεύουν τα πάθη
Σε κάθε στροφή
κι ένα αγκάθι.

Γεμίζει το πάτωμα
κόκκινο
Καρδιά μου
δεν ήτανε σκόπιμο.

Μαζεύω μετρώ
τα κομμάτια μου
Της μέρας
τα άθλια λάθη μου.

Σοφία Τανακίδου

Ρόδα κόκκινα.

Με δανεικά η πρώτη ανθοδέσμη.
Δέκα τριαντάφυλλα.
Μια βδομάδα στο βάζο
κι ύστερα σε μια σελίδα,
ένα πέταλο μονάχα.
Χρόνια ατέλειωτα
στο ίδιο βιβλίο,
το διάβασα
το ξαναδιάβασα.
Το πέταλο σελιδοδείκτης.
Ένα σκληρό πρωί
το έχασα.
Σ' όλα τα φύλλα του βιβλίου έψαξα.
Εξαφανίστηκε έτσι απλά σαν να μην υπήρξε ποτέ.
Κι έκλαψα.
Μόνο για κείνο έκλαψα.
Για σένα όχι!
Γιατί τα αισθήματα δεν ήταν δανεικά.
Ούτε μαράθηκαν,
ούτε χάθηκαν στο πουθενά.
Μες στο βιβλίο έχουν μείνει ζωντανά,
σε κάθε φράση,
σε κάθε ποίημα.
Ρόδα κόκκινα...

Σοφία Τανακίδου

Παρασκευή 19 Οκτωβρίου 2018

Μια μέρα πριν.



Μια μέρα πριν γεννηθεί
οι μοίρες έκλεψαν τα χρώματα της θάλασσας, του ήλιου τις αχτίδες άρπαξαν και τον ουρανό σκοτείνιασαν του Οκτώβρη.
Στα μάτια του τα κρύψανε
και τις αχτίδες του ήλιου μέσα στην ψυχή του.
Μια μέρα μετά...
Άνοιξε τα μάτια
και ξαναέβαψε τη θάλασσα,
χαμογέλασε κι ο ήλιος έλαμψε παντού.
Τίποτα δεν κράτησε απ' τα δώρα τα ακριβά
Όλα τα μοιράστηκε..μία μέρα μετά.

Σοφία Τανακίδου
19/10/18
Όποιος μοιράζεται ποτέ δε στερείται.
Αφιερωμένο...

Τρίτη 16 Οκτωβρίου 2018

Κόκκινη κάρτα.



Δεν ήξερα τι να διαλέξω
Κίτρινη η κόκκινη;
Εκεί στο τσεπάκι 
στ' αριστερά,
στο μέρος της καρδιάς
φυλαγμένες κι οι δύο.
Χρόνια κρυμμένες.
Δεν τις άγγιξα ποτέ.
Μα απόψε...
Στην τύχη το άφησα.
Με κλειστά μάτια μία τράβηξα.
Λυπάμαι..
Αλήθεια λυπάμαι πολύ...
Η κόκκινη ήταν..
Δεν υπάρχει επιστροφή...

Σοφία Τανακίδου

Σάββατο 13 Οκτωβρίου 2018

Αυτό που με τρομάζει

Αυτό που με τρομάζει.

Θέλω πολύ να ψάξω
στα μονοπάτια της ψυχής σου
και δεν είναι που δεν έχω αντοχή.
Μα όσο ψάχνω
βρίσκω πόρτες
αντί για μονοπάτια.
Πόρτες κλειστές.
Κλειδιά κρυμμένα,
δεν είναι δυσκολία για μένα.
Αυτό που με τρομάζει είναι
τι θα βρω μόλις ανοίξω
ή να το θέσω πιο σωστά...
τι δε θα βρω!!!

Σοφία Τανακίδου

Θα σου πω ένα παραμύθι

Θα σου πω ένα παραμύθι.

Θα σου πω ένα παραμύθι
τώρα που βράδιασε.
    Σαν εκείνα
που μου έλεγες εσύ παλιά
και με αποκοίμιζες.
    Ήρθε η σειρά μου
να σου το πω και γω...
"Καληνύχτα, κοιμήσου,
     σ' αγαπώ"

Σοφία Τανακίδου

Τρίτη 9 Οκτωβρίου 2018

Ξημερώνει ξανά.



Με λύγισες κι απόψε.
Ετσι μετρώ τα βράδια μου,
έτσι μετρώ τις αντοχές μου.
Ναι, με λύγισες κι απόψε.
Μα δεν το ξέρεις πως το ξημέρωμα,
στο πρώτο φως του ήλιου ορθώνομαι.
Δεν το ξέρεις πως εγώ δε σπάω.
Κάθε που ξημερώνει ορθή θα στέκω.
Ο μόνος τρόπος για να σπάσω είναι να μην ξημερώσει.
Κι αυτή τη δύναμη, τον ήλιο να τον σταματήσεις δεν θα βρεις ποτέ,
γιατί η δική σου δύναμη φτάνει μόνο
για να με λυγίσεις.
Λύγισε με όσο προλαβαίνεις,
σε λίγο ξημερώνει ξανά.

Σοφία Τανακίδου

Δευτέρα 8 Οκτωβρίου 2018

Αχ ρε μαμά.



Αχ ρε μαμά
Τι μου μάθαινες τόσα χρόνια να αγαπάω;
Τι μου έλεγες μη μιλάς αν είναι να πικράνεις τον άλλον.
Αχ ρε μάνα
Κι εγώ γιατί σε άκουγα;
Αφού κανείς της μάνας του τις συμβουλές δεν άκουσε
Μονάχα εγώ ρε μάνα..
Μονάχα εγώ να μην πληγώνω;
Πονάω ρε μάνα
απ' την αγάπη που δίνω
Πονάω ρε μάνα
απ' τα λόγια που δε λέω
Πονάω ρε μάνα
Και δεν είσαι πια εδώ
Και τώρα ξέρεις
Πόσο πονάω μάνα
Γιατί τώρα που δεν είσαι εδώ με βλέπεις μάνα όταν κλαίω
Γιατί τώρα που δεν είσαι εδώ με ακούς μάνα που σπαράζω.
Δεν μπορώ να σου κρυφτώ πια.
Εσύ φταις που μου έμαθες να σωπαίνω ή εγώ που σ' άκουγα;
Αχ ρε μάνα
Πονάει ν' αγαπάς και να σωπαίνεις για να μη πληγώσεις όσους σε πληγώνουν με την αγάπη τους.

Σοφία Τανακίδου

Η φωνή μου.



Λαθέψανε οι μοίρες μου
την ώρα που γεννιόμουν
και τη φωνή μου κλείδωσαν
στα βάθη της ψυχής μου.
Μεγάλωνα με ψεύτικη
μα δε καταδεχόμουν
και πάντοτε την έψαχνα
στο διάβα της ζωής μου.

Όσο και να την κρύψανε
στο αριστερό μου χέρι
οι σκέψεις ακυβέρνητες
ποτέ τους δε διστάζουν.
Ξυπνάνε πάνω στο χαρτί
και γίνονται μαχαίρι
Είναι η φωνή μου στο γραπτό
λέξεις που λάβα στάζουν.

Σοφία Τανακίδου

Σάββατο 6 Οκτωβρίου 2018

Έζησα.

Πότε τελείωσαν τα όνειρά μου δεν κατάλαβα.
Ξύπνησα ένα πρωί στο θάλαμο ενός νοσοκομείου δεμένη πάνω στο κρεβάτι ποτισμένη ορούς.
 Είχα μέρες να φάω μου είπαν και λιποθύμησα άξαφνα στο δρόμο, ένας περαστικός πρόλαβε να με μεταφέρει.
Πόσο τυχερή ήμουν που δεν με χτύπησε κάποιο αμάξι
Πόσο τυχερή ήμουν που έζησα!!
Οι γιατροί με παρότρυναν να φάω και εγώ τους κοιτούσα κάνοντας πώς δεν καταλαβαίνω, οι γονείς μου, οι φίλοι μου, ενα τσούρμο άνθρωποι με βουρκωμένα μάτια και ίσως τύψεις που με άφησαν να καταντήσω έτσι.
Έφαγα την έκτη μέρα όταν ήρθε ένας νεαρός αδύνατος και άσχημος υπερβολικά από την αδυναμία του και μου έδειξε τα χέρια του, ήταν τρυπημένα αλλόκοτα πολλές φορές.
Κατάλαβα...
" Πρέπει να ζήσεις" μου ψιθύρισε και άπλωσε μπροστά μου με εκείνα τα σκελετωμένα του χέρια ένα πιάτο σούπα, με βοήθησε να καταπιώ σιγά-σιγά έφαγα σχεδόν τη μισή δεν του έφερα αντίρρηση.

Πότε τελείωσαν τα όνειρά μου δεν κατάλαβα.
Ξύπνησα ένα πρωί και ανακάλυψα πόσο μόνο με άφησαν οι άνθρωποι.
Βγήκα στη βεράντα και άρχισα να φωνάζω, να φωνάζω τόσο δυνατά, ώσπου κάλεσαν το 100 έκαναν τις συνηθισμένες συστάσεις όπως όταν ανοίγεις τέρμα ένα στέρεο, ένιωσα και εγώ σαν ένα στέρεο, σαν ένα άψυχο πράγμα και ύστερα φύγανε...
Κι ούτε με ρώτησε κανείς γιατί φώναζα κι ούτε που νοιάστηκε κανείς τους.
Ύστερα το αποφάσισα να φύγω ετοίμασα τα λιγοστά μου ρούχα.
Που θα πήγαινα;
Αξαφνα φοβήθηκα τον κόσμο.
Οι δικοί μου ήταν ξένοι, οι ξένοι τι περισσότερο θα 'τανε και το αποφάσισα να μείνω, για λίγο όμως.
Και τα έβαλα με τον εαυτό μου μιας και δεν είχα το δικαίωμα να τα βάλω με τους άλλους.
 Ποιος ήμουν εγώ που θα τα έβαζα με τους άλλους;
Ποιος ήμουν εγώ για να κρίνω;
Ενα τίποτα, τίποτα μικρό το άκουγα συνέχεια.
Μέρες τον ζούσα τον εαυτό μου με νερό και άντεχε άντεχε...
Πόσο τον θαύμασα, πόσο τον αγάπησα εκείνες τις μέρες, ως που με πρόδωσε και αυτός με τη λιποθυμία του.

Πότε τελείωσαν τα όνειρά μου δεν κατάλαβα.
Με τάιζε κάθε μέρα εκείνο το παιδί,
 δεν του μίλησα ποτέ.
Μόνο τον κοίταζα και αναρωτιόμουν πώς φώτιζαν έτσι τα μάτια του πάνω σε εκείνο το χλωμό πρόσωπο και δεν του έφερνα αντίρρηση, φοβόμουνα μην τον πληγώσω, ήταν ο μόνος που δεν θα ήθελα ποτέ να πληγώσω.
 Ίσως γιατί όλοι όσοι με πλήγωσαν, τον πλήγωσαν και εκείνον.
Μία νύχτα μες στον ύπνο μου άκουσα δυνατές φωνές
"Μην τον ξανά αφήσεις αυτόν εδώ" φώναζαν θυμωμένα στη νοσοκόμα. Κατάλαβα και πήρα πάλι τον κατήφορο κι ούτε άφηνα κανέναν να 'ρθει να με δει πια, μόλις άνοιγαν την πόρτα φώναζα υστερικά ώσπου τους έδιωχναν.
Οι φίλοι δεν ξαναήρθαν, όλοι άρχισαν να απομακρύνονται, άρχισα και εγώ ξανά να απομακρύνομαι, να απομακρύνομαι από τη ζωή.
Ο νεαρός δεν φαινόταν πουθενά και το στόμα μου έκλεισε ερμητικά, παρακάλια και ικεσίες δεν κατάφερναν τίποτα και ο όρος πήρε πάλι τη θέση του δίπλα στο κρεβάτι μου.
Τι σταθερός φίλος!!
Δεν είχα πια το κουράγιο ούτε τα μάτια μου να ανοίξω, τα άνοιξα όμως εκείνο το βράδυ, ήμουν πια στα τελευταία μου, ήρθε κρυφά για να με δει.
"Είναι να τους λυπάσαι" μου είπε κλαίγοντας
"Μην τους αφήσεις να σε νικήσουν"
Εβαλα και εγώ τα κλάματα για πρώτη φορά μέσα στα 20 φευγάτα χρόνια μου, έβαλα τα κλάματα και άρχισα να μιλάω, να λέω λόγια λόγια  σκληρά για αυτά που φύγαν, για τα όμορφα και τα άσχημα, για αυτά που πρόσμενα και έμειναν ανεκπλήρωτα, για αυτά που φανταζόμουν πως ήταν τέλεια για όσα με πρόδωσαν
Αρχισα να μιλάω τόσο δυνατά τόσο σταθερά που τρόμαξα με την ίδια μου τη δύναμη
Που βρήκα το κουράγιο;
Από που ξεδιπλώθηκαν όλες εκείνες οι λέξεις, όλα εκείνα τα παράπονα, όλα εκείνα τα δάκρυα.
Και ο νεαρός αναστέναζε μέσα στα δάκρυα του και μου φιλούσε τα χέρια "Συνέχιζε" μου έλεγε "Συνέχιζε"
 Μιλούσα ώρες ατελείωτες, ώσπου αποκοιμήθηκα.
Ενιωθα τόσο ξαλαφρωμένη, τόσο ήσυχη, τόσο ήρεμα και όμορφα.
Σαν να τα είπα όλα.
Και αν δεν είχα και την άλλη μέρα φωνή να μιλήσω δεν θα 'χα τίποτα παραπάνω να πω, τα 'χα τελειώσει όλα, όλα όσα με έπνιγαν όσα έκρυβα στην καρδιά, όσα με έκαναν να φωνάζω δίχως αιτία τις νύχτες
Τα 'χα πει όλα και τα 'πα σε ένα αγόρι που δεν έζησε παρά δύο ακόμα μερόνυχτα, σε ένα αγόρι που έλιωνε από μία αρρώστια που ακόμα κανείς δεν γιατρεύτηκε μα έλιωνε τόσο όμορφα σκορπώντας πάνω μου όλη τη δύναμη του, όλο το κουράγιο της ύπαρξής του.
Και εγώ τίποτα δεν μπόρεσα να κάνω για εκείνον, δεν μου έχει ζητήσει τίποτα, παρά μόνο κάτι για μένα, να ζήσω, να μην αφήσω να με νικήσουν και εμένα.
Δεν μπορούσα να κάνω τίποτα άλλο, δεν μπορούσα να μη δεχτώ, να φανώ αχάριστη και έζησα.
Εζησα για εκείνον... και για μένα...
Έζησα.

Σοφία Τανακίδου

Πέμπτη 4 Οκτωβρίου 2018

Στον σταθμό.



Στους σταθμούς των αποχαιρετισμών χιλιάδες φιλιά δίνονται.
Ζεστές αγκαλιές σε παγωμένα κορμιά
που μόνα αφήνονται.
Μάτια που δε βλέπονται
μα δε ξεχνιούνται.
Σώματα που δεν αγγίζονται
μα ατέλειωτα αγαπιούνται.
Κι εσύ ενώ είσαι δίπλα μου τρομάζεις.
Στα τρένα και στα χέρια μου κοιτάζεις..
Απ' το σταθμό εάν περνάω
αν εισιτήριο κρατάω...
Μα που να πάω...
Χωρίς εσένα που να πάω...

Σοφία Τανακίδου

Δευτέρα 1 Οκτωβρίου 2018

Άνθρωποι κυκλώνες.



Ο καιρός όσο άστατος και να γίνει κάπως σε προειδοποιεί..
Με το πρώτο σύννεφο.
Με το πρώτο δάκρυ του ουρανού.
Με το πρώτο αγέρι.
Απ' τους ανθρώπους κυκλώνες πως να γλυτώσεις,
που ενώ νομίζεις πως σε σφίγγουν στην αγκαλιά τους για να σε προστατέψουν,
αυτοί απροειδοποίητα σε τυλίγουν,
σε σηκώνουν ψηλά
και σε πετάν αναπάντεχα στο κενό.
Αυτούς να προσέχεις, από αυτούς να φυλάγεσαι....
Ανώτεροι κι από τη φύση, ζουν ανάμεσα μας και δρουν υπόγεια,
 χωρίς οίκτο,
σε κοιτάζουν και χαμογελούν
και συ δε ξέρεις οτι είσαι ήδη στο μάτι του κυκλώνα.

Σοφία Τανακίδου