Πότε τελείωσαν τα όνειρά μου δεν κατάλαβα.
Ξύπνησα ένα πρωί στο θάλαμο ενός νοσοκομείου δεμένη πάνω στο κρεβάτι ποτισμένη ορούς.
Είχα μέρες να φάω μου είπαν και λιποθύμησα άξαφνα στο δρόμο, ένας περαστικός πρόλαβε να με μεταφέρει.
Πόσο τυχερή ήμουν που δεν με χτύπησε κάποιο αμάξι
Πόσο τυχερή ήμουν που έζησα!!
Οι γιατροί με παρότρυναν να φάω και εγώ τους κοιτούσα κάνοντας πώς δεν καταλαβαίνω, οι γονείς μου, οι φίλοι μου, ενα τσούρμο άνθρωποι με βουρκωμένα μάτια και ίσως τύψεις που με άφησαν να καταντήσω έτσι.
Έφαγα την έκτη μέρα όταν ήρθε ένας νεαρός αδύνατος και άσχημος υπερβολικά από την αδυναμία του και μου έδειξε τα χέρια του, ήταν τρυπημένα αλλόκοτα πολλές φορές.
Κατάλαβα...
" Πρέπει να ζήσεις" μου ψιθύρισε και άπλωσε μπροστά μου με εκείνα τα σκελετωμένα του χέρια ένα πιάτο σούπα, με βοήθησε να καταπιώ σιγά-σιγά έφαγα σχεδόν τη μισή δεν του έφερα αντίρρηση.
Πότε τελείωσαν τα όνειρά μου δεν κατάλαβα.
Ξύπνησα ένα πρωί και ανακάλυψα πόσο μόνο με άφησαν οι άνθρωποι.
Βγήκα στη βεράντα και άρχισα να φωνάζω, να φωνάζω τόσο δυνατά, ώσπου κάλεσαν το 100 έκαναν τις συνηθισμένες συστάσεις όπως όταν ανοίγεις τέρμα ένα στέρεο, ένιωσα και εγώ σαν ένα στέρεο, σαν ένα άψυχο πράγμα και ύστερα φύγανε...
Κι ούτε με ρώτησε κανείς γιατί φώναζα κι ούτε που νοιάστηκε κανείς τους.
Ύστερα το αποφάσισα να φύγω ετοίμασα τα λιγοστά μου ρούχα.
Που θα πήγαινα;
Αξαφνα φοβήθηκα τον κόσμο.
Οι δικοί μου ήταν ξένοι, οι ξένοι τι περισσότερο θα 'τανε και το αποφάσισα να μείνω, για λίγο όμως.
Και τα έβαλα με τον εαυτό μου μιας και δεν είχα το δικαίωμα να τα βάλω με τους άλλους.
Ποιος ήμουν εγώ που θα τα έβαζα με τους άλλους;
Ποιος ήμουν εγώ για να κρίνω;
Ενα τίποτα, τίποτα μικρό το άκουγα συνέχεια.
Μέρες τον ζούσα τον εαυτό μου με νερό και άντεχε άντεχε...
Πόσο τον θαύμασα, πόσο τον αγάπησα εκείνες τις μέρες, ως που με πρόδωσε και αυτός με τη λιποθυμία του.
Πότε τελείωσαν τα όνειρά μου δεν κατάλαβα.
Με τάιζε κάθε μέρα εκείνο το παιδί,
δεν του μίλησα ποτέ.
Μόνο τον κοίταζα και αναρωτιόμουν πώς φώτιζαν έτσι τα μάτια του πάνω σε εκείνο το χλωμό πρόσωπο και δεν του έφερνα αντίρρηση, φοβόμουνα μην τον πληγώσω, ήταν ο μόνος που δεν θα ήθελα ποτέ να πληγώσω.
Ίσως γιατί όλοι όσοι με πλήγωσαν, τον πλήγωσαν και εκείνον.
Μία νύχτα μες στον ύπνο μου άκουσα δυνατές φωνές
"Μην τον ξανά αφήσεις αυτόν εδώ" φώναζαν θυμωμένα στη νοσοκόμα. Κατάλαβα και πήρα πάλι τον κατήφορο κι ούτε άφηνα κανέναν να 'ρθει να με δει πια, μόλις άνοιγαν την πόρτα φώναζα υστερικά ώσπου τους έδιωχναν.
Οι φίλοι δεν ξαναήρθαν, όλοι άρχισαν να απομακρύνονται, άρχισα και εγώ ξανά να απομακρύνομαι, να απομακρύνομαι από τη ζωή.
Ο νεαρός δεν φαινόταν πουθενά και το στόμα μου έκλεισε ερμητικά, παρακάλια και ικεσίες δεν κατάφερναν τίποτα και ο όρος πήρε πάλι τη θέση του δίπλα στο κρεβάτι μου.
Τι σταθερός φίλος!!
Δεν είχα πια το κουράγιο ούτε τα μάτια μου να ανοίξω, τα άνοιξα όμως εκείνο το βράδυ, ήμουν πια στα τελευταία μου, ήρθε κρυφά για να με δει.
"Είναι να τους λυπάσαι" μου είπε κλαίγοντας
"Μην τους αφήσεις να σε νικήσουν"
Εβαλα και εγώ τα κλάματα για πρώτη φορά μέσα στα 20 φευγάτα χρόνια μου, έβαλα τα κλάματα και άρχισα να μιλάω, να λέω λόγια λόγια σκληρά για αυτά που φύγαν, για τα όμορφα και τα άσχημα, για αυτά που πρόσμενα και έμειναν ανεκπλήρωτα, για αυτά που φανταζόμουν πως ήταν τέλεια για όσα με πρόδωσαν
Αρχισα να μιλάω τόσο δυνατά τόσο σταθερά που τρόμαξα με την ίδια μου τη δύναμη
Που βρήκα το κουράγιο;
Από που ξεδιπλώθηκαν όλες εκείνες οι λέξεις, όλα εκείνα τα παράπονα, όλα εκείνα τα δάκρυα.
Και ο νεαρός αναστέναζε μέσα στα δάκρυα του και μου φιλούσε τα χέρια "Συνέχιζε" μου έλεγε "Συνέχιζε"
Μιλούσα ώρες ατελείωτες, ώσπου αποκοιμήθηκα.
Ενιωθα τόσο ξαλαφρωμένη, τόσο ήσυχη, τόσο ήρεμα και όμορφα.
Σαν να τα είπα όλα.
Και αν δεν είχα και την άλλη μέρα φωνή να μιλήσω δεν θα 'χα τίποτα παραπάνω να πω, τα 'χα τελειώσει όλα, όλα όσα με έπνιγαν όσα έκρυβα στην καρδιά, όσα με έκαναν να φωνάζω δίχως αιτία τις νύχτες
Τα 'χα πει όλα και τα 'πα σε ένα αγόρι που δεν έζησε παρά δύο ακόμα μερόνυχτα, σε ένα αγόρι που έλιωνε από μία αρρώστια που ακόμα κανείς δεν γιατρεύτηκε μα έλιωνε τόσο όμορφα σκορπώντας πάνω μου όλη τη δύναμη του, όλο το κουράγιο της ύπαρξής του.
Και εγώ τίποτα δεν μπόρεσα να κάνω για εκείνον, δεν μου έχει ζητήσει τίποτα, παρά μόνο κάτι για μένα, να ζήσω, να μην αφήσω να με νικήσουν και εμένα.
Δεν μπορούσα να κάνω τίποτα άλλο, δεν μπορούσα να μη δεχτώ, να φανώ αχάριστη και έζησα.
Εζησα για εκείνον... και για μένα...
Έζησα.
Σοφία Τανακίδου