Δευτέρα 12 Δεκεμβρίου 2022

Το κλειδί της καρδιάς (της Σοφίας Τανακιδου)

 



Ήταν ένα στολίδι, ένα μικρό στολίδι ανάμεσα στα τόσα που στόλιζαν το χριστουγεννιάτικο  δέντρο.

 Ένα κατακόκκινο γεμάτο αγγελόσκονη κλειδί. Τις περισσότερες ώρες της ημέρας δεν κατοικούσε στο δέντρο γιατί ήταν το αγαπημένο των παιδιών της οικογένειας. 

Που το έχανες που το έβρισκες περιπλανιόταν σε όλα τα δωμάτια του σπιτιού, από χεράκι σε χεράκι. Ξεκλείδωναν- στα ψέματα - τις πόρτες, κι ύστερα το έβαζαν πάνω στα σώματά τους και ξεκλείδωναν με αυτό την καρδιά και την αγκαλιά τους γελώντας.

Το βράδυ η μαμά τους το τοποθετούσε ξανά στο δέντρο, κάθε φορά και πιο ψηλά να μην το φτάσουν και το ξαναπάρουν. 

Μα τα παιδιά πάντα έβρισκαν τρόπους και το κατέβαζαν. Πότε ανέβαιναν πάνω στην πιο ψηλή καρέκλα, πότε ο ένας πάνω στον άλλον, με δεκάδες τρόπους το κλειδί γινόταν δικό τους κι άνοιγε την πόρτα της φαντασίας τους.

Ώσπου ήρθε το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων!

Η μαμά γύρισε κουρασμένη από την δουλειά αργά το απόγευμα, συμμάζεψε τα παιχνίδια, είδε ότι έλειπε πάλι το κλειδί πάνω από το δέντρο κι έψαξε, έψαξε... αλλά το κλειδί δεν υπήρχε πουθενά...

"Πού το κρύψατε;" ρώτησε στα παιδιά της,

 μα εκείνα κούνησαν αρνητικά το κεφάλι τους.

"Δεν το πειράξαμε σήμερα μαμά, παίζαμε με τα παιχνίδια που έφερε η νονά" απάντησαν.

Ξανακοίταξε στο δέντρο, έψαξε ένα ένα τα κλαδιά του μήπως έπεσε κάπου ανάμεσα! Τίποτα! Προσπάθησε να θυμηθεί μήπως την προηγούμενη νύχτα δεν το είχε βάλει όπως συνήθιζε στην θέση του! Όχι! Το θυμόταν έντονα! Το είχε τοποθετήσει ανάμεσα από τους δύο λευκούς αγγέλους λίγο πιο κάτω από την κορυφή!

"Παιδιά, ελπίζω ότι δεν μου λέτε ψέματα!"

"Δεν το πειράξαμε μαμά, αλήθεια!" συνέχισαν να επαναλαμβάνουν.

"Δεν θα κοιμηθεί κανείς σήμερα αν δεν το βρούμε" δήλωσε εκνευρισμένη και τα παιδιά κατάλαβαν πως η μαμά τους δεν χωράτευε. Σηκώθηκαν κι άρχισαν να ψάχνουν μαζί της! Άνοιξαν συρτάρια, κοίταξαν πίσω από κουρτίνες, σε ντουλάπια, σε ντουλάπες, στο μπάνιο, στην τραπεζαρία, στην κουζίνα, στο δωμάτιο τους, στο μπαλκόνι, άδειασαν μέχρι και τις σακούλες από τα σκουπίδια, μήπως καταλάθος είχε πεταχτεί! Πουθενά! Πουθενά! Το κλειδί είχε εξαφανιστεί!

Πλησίαζε δώδεκα τα μεσάνυχτα όταν αποκαμωμένη η μαμά αγκάλιασε τα παιδιά της που δεν είχαν άλλο κουράγιο να ψάχνουν και προσπαθούσαν να κρατήσουν τα ματάκια τους ανοιχτά.

"Φτάνει, ας κοιμηθούμε" ψιθύρισε.

"Να κοιμηθούμε όλοι μαζί μαμά στο κρεβάτι σου;" ρώτησε ο μεγάλος.

"Εντάξει" απάντησε κι εκείνα έτρεξαν στην κρεβατοκάμαρα και χώθηκαν κάτω από τα σκεπάσματα. Σε κλάσμα δευτερολέπτου είχαν κοιμηθεί. 

Χάιδεψε τρυφερά τα κεφαλάκια τους, κι άφησε ένα φιλί στον καθένα τους. Είχαν πολλά χρόνια να κοιμηθούν όλοι μαζί! Της το ζητούσαν πολλές φορές αλλά εκείνη ήταν πάντα αρνητική - δεν τους άφηνε καν να μπουν στην κρεβατοκάμαρα της - εξάλλου τους κοίμιζε πάντα νωρίς κι εκείνη συμμάζευε ως αργά κι ετοίμαζε το φαγητό από βραδύς μιας κι όλη την ημέρα μετά δούλευε. Δεν είχε την πολυτέλεια να περάσει αρκετές ώρες με τα παιδιά της, ούτε στον ξύπνιο, ούτε στον ύπνο της! Σήμερα όμως είχε περάσει!

Χαμογέλασε στη σκέψη του απογεύματος αυτού που μόλις είχε κυλήσει. Θυμήθηκε τα απίθανα μέρη που έψαχναν τα παιδιά για να βρουν το κλειδί.

Μέχρι και μέσα στις κάλτσες που είχαν βγάλει για τα άπλυτα είχαν ψάξει.

Η μικρή κιόλας ήταν σίγουρη ότι εκεί το είχε δει τελευταία φορά!

Αυτήν την μανία τους να παίζουν με αυτό το κλειδί δεν μπορούσε να την καταλάβει! Τόσα παιχνίδια πάνω στο δέντρο γιατί με το κλειδί;

Έκλεισε τα μάτια κι ο ύπνος φώλιασε μέσα της μαζί με το όνειρο. Ένα όνειρο τόσο αληθινό που θαρρείς και το 'χε ξαναδεί άπειρες φωνές την τάραξε, μαζί με μια φωνή κι αυτή τόσο γλυκά γνωστή.

"Πάλι με το κλειδί παίζεις; Τι μανία έχεις βρε κορίτσι μου με αυτό το κλειδί;"

"Είναι το κλειδί της καρδιάς που θα σε κλειδώσει δίπλα μου μαμά, για να μην μου φύγεις. Μαμά δε θέλω να φύγεις!" 

Ήταν η δική της φωνή αυτή!

Άνοιξε τα μάτια τρομαγμένη, κοίταξε τα παιδιά δίπλα της, φοβήθηκε πως θα άκουσαν το παραμιλητό της, αλλά ευτυχώς δεν είχαν ξυπνήσει. Τα μάτια της πλημμύρισαν δάκρυα. Της έλειπε! Πόσο της έλειπε! Κι αυτό το κλειδί ήταν η τελευταία ανάμνηση που είχε από εκείνη! 

"Κλείδωσε με εδώ μέσα ψυχή μου αφού το θες" της είχε απαντήσει κλειδώνοντας με το κλειδί μια φορά πάνω στην καρδιά της, κι έφυγε... για πάντα...

Ξάπλωσε ξανά στο κρεβάτι κι αγκάλιασε το μαξιλάρι να κρύψει εκεί μέσα τους λυγμούς της να μην ακουστούν. Κι όπως πέρασε το χέρι κάτω από το μαξιλάρι, το χέρι της άγγιξε κάτι! 

"Το κλειδί..." της ξέφυγε δυνατά.

"Το βρήκες μαμά; Κλείδωσε μας τώρα στην καρδιά!" άκουσε μια φωνούλα κι ένα χεράκι την αγκάλιασε τρυφερά, κλειδώνοντας την μέσα στην αγκαλιά του.

Άπλωσε τα χέρια της αγκάλιασε και τα δύο παιδιά της και υποσχέθηκε: 

"Για πάντα!"




1 σχόλιο:

  1. Πάρα πολύ τρυφερό διήγημα, Σοφία. Όπως πάντα η γραφή σου είναι γεμάτη συναισθήματα, πολύ δυνατή εκφραστικά. Να είσαι καλά και να έχεις όμορφες γιορτινές μέρες.

    ΑπάντησηΔιαγραφή