Τρίτη 20 Δεκεμβρίου 2022

Ανοίξτε την πόρτα.




Παραμονή Χριστουγέννων.

Δεν ήθελε να σηκωθεί και δεν έφταιγε το κρύο. 

Η θερμοκρασία είχε πέσει στους 13 βαθμούς μέσα στο σπίτι, κάτω από τα σκεπάσματα όμως ήταν ζεστά ακόμη, μέσα της δεν ήταν...

Χτύπησε το κουδούνι πολλές φορές, το άκουγε αλλά δεν άνοιγε. 

Πώς να ανοίξει; 

Αφού δεν είχε δύναμη να σηκώσει ούτε το χοντρό πάπλωμα από πάνω της, ούτε από μέσα της το πάπλωμα της ψυχή της. 

Το κουδούνι συνέχιζε να χτυπάει σχεδόν ανά δεκάλεπτο.

 Ήξερε πως ήταν παιδάκια που έλεγαν τα κάλαντα, άκουγε τους γρήγορους βηματισμούς τους καθώς έφευγαν στεναχωρημενα που δεν τους άνοιξαν την πόρτα, που δεν τους έδωσαν το "μπαξίσι" τους. 

Όταν ήταν μικρή θύμωνε κι η ίδια όταν δεν άνοιγαν την πόρτα ενώ ήξερε ότι ήταν μέσα.

"Οι τσιγκούνηδες" παραπονιόταν μετά στην μαμά της κι εκείνη γελούσε και της έλεγε: "Δεν έχουν όλοι την δική σου όρεξη κορίτσι μου! Υπάρχουν άνθρωποι δυστυχισμένοι, χαροκαμένοι, πονεμένοι, φτωχοί, μην κρίνεις κανέναν αν δεν ξέρεις τι έχει στην ψυχή του σήμερα".

Αυτή ήταν η μαμά της! 

Πάντα νοιάζονταν για τους άλλους και συναισθανόταν τον πόνο τους.  

Αν ήταν δίπλα της ίσως να είχε τώρα μια αγκαλιά, έναν ώμο να ακουμπήσει την απελπισία της. 

Από πότε είχαν αρχίσει να την ενοχλούν τα Χριστούγεννα δε θυμόταν. Ίσως από την χρονιά που σταμάτησε να λέει τα κάλαντα, από την χρονιά που έπαψε ξαφνικά να νιώθει παιδί και να θέλει να παριστάνει την μεγάλη. Το παιδί όμως φώναζε μέσα της! Μα εκείνη δεν το άκουγε! Δεν ήθελε να ξαναπεί τα κάλαντα πίσω από τις κλειστές πόρτες όσων δυστυχισμένων δεν της άνοιγαν. 

Δεν ήξερε η μητέρα της πως κάθε φορά που μια πόρτα δεν άνοιγε, έκλεινε ένα κομμάτι της δικής της ψυχής. Μέχρι... που κλείστηκαν τα Χριστούγεννα απέξω από την καρδιά της. 

Σηκώθηκε ασθμαίνοντας, ένιωσε μια ακατανίκητη δίψα και το νερό δίπλα της είχε τελειώσει, έπρεπε οπωσδήποτε να βρει το κουράγιο να συρθεί μέχρι την κουζίνα. Φτάνοντας εκεί άκουσε για πολλαπλή φορά τον ήχο του κουδουνιού. Περίμενε να αποχωρίσουνε τα παιδικά βήματα για άλλη μια φορά.  Δεν άκουγε όμως να αποχωρούν. Σχεδόν άκουγε την παγωμένη ανάσα του παιδιού έξω από την πόρτα που χτυπούσε και ξαναχτυπούσε δίχως έλεος το κουδούνι. 

Για λίγα δευτερόλεπτα μετά σταμάτησε. "Επιτέλους το αποφάσισε, θα φύγει" σκέφτηκε, μα πριν τελειώσει την σκέψη της, άκουσε μια ζεστή φωνούλα να τραγουδάει τα κάλαντα, κάλαντα διαφορετικά που δεν είχε ξανακούσει ποτέ της.


"Χριστός γεννιέται

την πόρτα σας ανοίξτε.

Χριστός γεννιέται

την καρδιά σας ανοίξτε.

Δεν ξεδιψάει με νερό η ψυχή

Ανοίξτε την πόρτα να μπει η ζωή".


Αυτόματα άνοιξε την πόρτα!

Έξω δεν ήταν κανείς!

Από μακριά έρχονταν μόνο μια παρέα μικρών παιδιών που μόλις την είδαν έτρεξαν προς την πόρτα της.

"Να τα πούμε;" φώναξαν

"Να τα πείτε" άκουσε την φωνή της να ψελλίζει...

Πρώτη φορά απαντούσε καταφατικά σε αυτή την ερώτηση! Πρώτη φορά θα δεχόταν να ακούσει τα κάλαντα.! Τα τελευταία τα είχε πει εκείνη έξω από μια πόρτα που δεν της είχαν ανοίξει, τα ίδια κάλαντα που πριν από λίγο είχε ακούσει πρώτη φορά από άλλο στόμα, μιας και μόνο εκείνη τα είχε εμπνευστεί και τραγουδήσει όταν ήταν ακόμη παιδί. Την τελευταία φορά που ένιωθε παιδί...  μα κανείς δεν της είχε ανοίξει...

Εκείνη όμως σήμερα άνοιξε...

Επιτέλους άνοιξε... να μπουν τα Χριστούγεννα στην καρδιά της.


Σοφία Τανακίδου

20/12/22

Παρασκευή 16 Δεκεμβρίου 2022

Παραμύθι αλλιώς...

 




Παραμύθι αλλιώς...


Βγήκε βιαστικά για να αγοράσει ένα βιβλίο για το παιδί της, ένα μικρό φτηνό παραμύθι.

Δεν το έβαλε κάτω από το χριστουγεννιάτικο δέντρο, όπως συνηθίζεται, γιατί δεν είχε καν στολίσει χριστουγεννιάτικο δέντρο. Τα Χριστούγεννα δεν θα τα περνούσαν εξάλλου στο σπίτι τους. Το σπίτι τους το είχαν εγκαταλείψει εδώ και μήνες γιατί είχαν εγκατασταθεί σε ένα θάλαμο νοσοκομείου. 

Οι γιατροί βέβαια είπαν πως θα μπορούσαν τα Χριστούγεννα αν ήθελαν να πήγαιναν σπίτι, αλλά... δεν υπήρχε πια σπίτι να πάνε... 

Το παιδί βέβαια δεν το ήξερε κι όλο την ρωτούσε: 

"Πότε μαμά θα πάμε σπίτι κι εμείς;"

"Μόλις γίνεις καλά" του απαντούσε.

Δεν έλεγε ψέματα.

Αν γινόταν καλά το παιδί της και σπίτι θα έβρισκε να νοικιάσει και μόνιμη δουλειά θα έβρισκε, όλα ξανά από την αρχή θα τα αποκτούσε, ακόμη και την ελπίδα... γιατί αυτό που είχε χάσει και την ενοχλούσε περισσότερο απ' όλα ήταν η ελπίδα!

Μια ελπίδα που για τους άλλους πέθαινε πάντα τελευταία, αλλά για εκείνη πέθανε πρώτη όταν οι γιατροί έπαψαν να της δίνουν ελπίδα... 

Δεν της το έλεγαν με λόγια, μα το διάβαζε στα μάτια τους κάθε μέρα και πιο έντονα.

"Ήρθε ο Αϊ Βασίλης;" την ρώτησε την παραμονή των Χριστουγέννων ο μικρός γιος της κι εκείνη του έδωσε το παραμύθι, τυλιγμένο σε γαλάζιο γυαλιστερό χαρτί και πάνω γραμμένο το όνομά του.

"Για τον Αναστάση".

Ο μικρός έσκισε βιαστικά το περιτύλιγμα και θαύμασε το ζωγραφισμένο εξώφυλλο ενθουσιασμένος.

"Μια καρδιά για τον Αναστάση!" φώναξε εκστασιασμένος κι η μητέρα του κόντεψε να πάθει συγκοπή.

"Τι λες παιδί μου;" ρώτησε ξαφνιασμένη.

"Μαμά, τον τίτλο του παραμυθιού διαβάζω! Έτσι γράφει! Κοίτα!"

Η μητέρα του άρπαξε από τα χέρια του το βιβλίο κι απόμεινε μετέωρη να το κοιτάζει. Μα τι συνέβαινε; Δεν ήταν αυτό το παραμύθι που του είχε αγοράσει εκείνη!

Στο εξώφυλλο μια μεγάλη κόκκινη καρδιά ήταν κρεμασμένη πάνω σε ένα χριστουγεννιάτικο δέντρο κι ο τίτλος ήταν ακριβώς αυτός που φώναξε πριν λίγα δευτερόλεπτα ο γιος της.

Άνοιξαν την πρώτη σελίδα μαζί και η ζωγραφιά ενός σπιτιού με ορθάνοιχτα παράθυρα στον ήλιο έκανε την εμφάνιση του. Δεν υπήρχαν λόγια γραμμένα πουθενά, μόνο ζωγραφιές, γεμάτες από ουράνια τόξα, παιδιά που έπαιζαν στον κήπο, παιδιά που πήγαιναν σχολείο, παιδιά που χόρευαν κυκλικά και στην μέση ο γιος της.

"Μαμά οι φίλοι μου, το σπίτι μας, κοίτα μαμά, εσύ κι ο μπαμπάς. Μόνο αυτή την κοπέλα δε ξέρω! Την γνωρίζεις;"

"Όχι ψυχή μου!"

Γύρισαν όλες τις σελίδες

και στο τέλος του παραμυθιού ήταν εκεί όλοι μαζί μέσα στο σπίτι, γύρω από το χριστουγεννιάτικο δέντρο που είχε μόνο ένα στολίδι: Μια καρδιά!


"Μαμά πότε θα έρθει ο Αϊ Βασίλης;"

Η φωνή του γιου της την ξύπνησε. Είχε αποκοιμηθεί αποκαμωμένη στην καρέκλα δίπλα του!

Είχε ήδη ξημερώσει Χριστούγεννα!

Έβγαλε το παραμύθι από την τσάντα της και του το έδωσε.

"Μου το έφερε αργά το βράδυ, κοιμόσουν Ανάσταση μου" του είπε.

Εκείνος το άνοιξε βιαστικά και χώθηκε στο λεπτό μέσα στις σελίδες του...

Εκείνη, απογοητευμένη, βλέποντας ότι ήταν το ίδιο βιβλίο που είχε αγοράσει, βγήκε βιαστικά από τον θάλαμο για να κρύψει τα δάκρυα που είχαν αρχίσει να στεφανώνουν τα μάτια της.

Στάθηκε έξω από το δωμάτιο για λίγο, αναστέναξε βαθιά και πιάστηκε από μια καρέκλα μην πέσει κομμάτια κάτω.

Και τότε τον είδε... ντυμένος όπως πάντα στα άσπρα, αλλά σήμερα της φάνηκε πως έλαμπε σαν άγγελος καθώς την πλησίαζε.

"Βρέθηκε! Βρέθηκε συμβατή καρδιά για τον Αναστάση" της φώναξε από μακριά ακόμη. Τα λόγια του πλανήθηκαν στον αέρα και βρήκαν κέντρο την καρδιά της.

"Πώς την λένε την κοπέλα;" ρώτησε άξαφνα κι ο γιατρός έμεινε άφωνος.

"Που το ξέρεις ότι ο δότης είναι γυναίκα;"

Σήκωσε τους ώμους σε ένδειξη ότι δεν είχε απάντηση σε αυτό που την ρώτησε.

"Θα σου πω μόνο το μικρό της, γιατί καταλαβαίνεις, δεν επιτρέπεται... 

την λέγαν Ελπίδα".


Σοφία Τανακίδου 

16/12/22

Δευτέρα 12 Δεκεμβρίου 2022

Το κλειδί της καρδιάς (της Σοφίας Τανακιδου)

 



Ήταν ένα στολίδι, ένα μικρό στολίδι ανάμεσα στα τόσα που στόλιζαν το χριστουγεννιάτικο  δέντρο.

 Ένα κατακόκκινο γεμάτο αγγελόσκονη κλειδί. Τις περισσότερες ώρες της ημέρας δεν κατοικούσε στο δέντρο γιατί ήταν το αγαπημένο των παιδιών της οικογένειας. 

Που το έχανες που το έβρισκες περιπλανιόταν σε όλα τα δωμάτια του σπιτιού, από χεράκι σε χεράκι. Ξεκλείδωναν- στα ψέματα - τις πόρτες, κι ύστερα το έβαζαν πάνω στα σώματά τους και ξεκλείδωναν με αυτό την καρδιά και την αγκαλιά τους γελώντας.

Το βράδυ η μαμά τους το τοποθετούσε ξανά στο δέντρο, κάθε φορά και πιο ψηλά να μην το φτάσουν και το ξαναπάρουν. 

Μα τα παιδιά πάντα έβρισκαν τρόπους και το κατέβαζαν. Πότε ανέβαιναν πάνω στην πιο ψηλή καρέκλα, πότε ο ένας πάνω στον άλλον, με δεκάδες τρόπους το κλειδί γινόταν δικό τους κι άνοιγε την πόρτα της φαντασίας τους.

Ώσπου ήρθε το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων!

Η μαμά γύρισε κουρασμένη από την δουλειά αργά το απόγευμα, συμμάζεψε τα παιχνίδια, είδε ότι έλειπε πάλι το κλειδί πάνω από το δέντρο κι έψαξε, έψαξε... αλλά το κλειδί δεν υπήρχε πουθενά...

"Πού το κρύψατε;" ρώτησε στα παιδιά της,

 μα εκείνα κούνησαν αρνητικά το κεφάλι τους.

"Δεν το πειράξαμε σήμερα μαμά, παίζαμε με τα παιχνίδια που έφερε η νονά" απάντησαν.

Ξανακοίταξε στο δέντρο, έψαξε ένα ένα τα κλαδιά του μήπως έπεσε κάπου ανάμεσα! Τίποτα! Προσπάθησε να θυμηθεί μήπως την προηγούμενη νύχτα δεν το είχε βάλει όπως συνήθιζε στην θέση του! Όχι! Το θυμόταν έντονα! Το είχε τοποθετήσει ανάμεσα από τους δύο λευκούς αγγέλους λίγο πιο κάτω από την κορυφή!

"Παιδιά, ελπίζω ότι δεν μου λέτε ψέματα!"

"Δεν το πειράξαμε μαμά, αλήθεια!" συνέχισαν να επαναλαμβάνουν.

"Δεν θα κοιμηθεί κανείς σήμερα αν δεν το βρούμε" δήλωσε εκνευρισμένη και τα παιδιά κατάλαβαν πως η μαμά τους δεν χωράτευε. Σηκώθηκαν κι άρχισαν να ψάχνουν μαζί της! Άνοιξαν συρτάρια, κοίταξαν πίσω από κουρτίνες, σε ντουλάπια, σε ντουλάπες, στο μπάνιο, στην τραπεζαρία, στην κουζίνα, στο δωμάτιο τους, στο μπαλκόνι, άδειασαν μέχρι και τις σακούλες από τα σκουπίδια, μήπως καταλάθος είχε πεταχτεί! Πουθενά! Πουθενά! Το κλειδί είχε εξαφανιστεί!

Πλησίαζε δώδεκα τα μεσάνυχτα όταν αποκαμωμένη η μαμά αγκάλιασε τα παιδιά της που δεν είχαν άλλο κουράγιο να ψάχνουν και προσπαθούσαν να κρατήσουν τα ματάκια τους ανοιχτά.

"Φτάνει, ας κοιμηθούμε" ψιθύρισε.

"Να κοιμηθούμε όλοι μαζί μαμά στο κρεβάτι σου;" ρώτησε ο μεγάλος.

"Εντάξει" απάντησε κι εκείνα έτρεξαν στην κρεβατοκάμαρα και χώθηκαν κάτω από τα σκεπάσματα. Σε κλάσμα δευτερολέπτου είχαν κοιμηθεί. 

Χάιδεψε τρυφερά τα κεφαλάκια τους, κι άφησε ένα φιλί στον καθένα τους. Είχαν πολλά χρόνια να κοιμηθούν όλοι μαζί! Της το ζητούσαν πολλές φορές αλλά εκείνη ήταν πάντα αρνητική - δεν τους άφηνε καν να μπουν στην κρεβατοκάμαρα της - εξάλλου τους κοίμιζε πάντα νωρίς κι εκείνη συμμάζευε ως αργά κι ετοίμαζε το φαγητό από βραδύς μιας κι όλη την ημέρα μετά δούλευε. Δεν είχε την πολυτέλεια να περάσει αρκετές ώρες με τα παιδιά της, ούτε στον ξύπνιο, ούτε στον ύπνο της! Σήμερα όμως είχε περάσει!

Χαμογέλασε στη σκέψη του απογεύματος αυτού που μόλις είχε κυλήσει. Θυμήθηκε τα απίθανα μέρη που έψαχναν τα παιδιά για να βρουν το κλειδί.

Μέχρι και μέσα στις κάλτσες που είχαν βγάλει για τα άπλυτα είχαν ψάξει.

Η μικρή κιόλας ήταν σίγουρη ότι εκεί το είχε δει τελευταία φορά!

Αυτήν την μανία τους να παίζουν με αυτό το κλειδί δεν μπορούσε να την καταλάβει! Τόσα παιχνίδια πάνω στο δέντρο γιατί με το κλειδί;

Έκλεισε τα μάτια κι ο ύπνος φώλιασε μέσα της μαζί με το όνειρο. Ένα όνειρο τόσο αληθινό που θαρρείς και το 'χε ξαναδεί άπειρες φωνές την τάραξε, μαζί με μια φωνή κι αυτή τόσο γλυκά γνωστή.

"Πάλι με το κλειδί παίζεις; Τι μανία έχεις βρε κορίτσι μου με αυτό το κλειδί;"

"Είναι το κλειδί της καρδιάς που θα σε κλειδώσει δίπλα μου μαμά, για να μην μου φύγεις. Μαμά δε θέλω να φύγεις!" 

Ήταν η δική της φωνή αυτή!

Άνοιξε τα μάτια τρομαγμένη, κοίταξε τα παιδιά δίπλα της, φοβήθηκε πως θα άκουσαν το παραμιλητό της, αλλά ευτυχώς δεν είχαν ξυπνήσει. Τα μάτια της πλημμύρισαν δάκρυα. Της έλειπε! Πόσο της έλειπε! Κι αυτό το κλειδί ήταν η τελευταία ανάμνηση που είχε από εκείνη! 

"Κλείδωσε με εδώ μέσα ψυχή μου αφού το θες" της είχε απαντήσει κλειδώνοντας με το κλειδί μια φορά πάνω στην καρδιά της, κι έφυγε... για πάντα...

Ξάπλωσε ξανά στο κρεβάτι κι αγκάλιασε το μαξιλάρι να κρύψει εκεί μέσα τους λυγμούς της να μην ακουστούν. Κι όπως πέρασε το χέρι κάτω από το μαξιλάρι, το χέρι της άγγιξε κάτι! 

"Το κλειδί..." της ξέφυγε δυνατά.

"Το βρήκες μαμά; Κλείδωσε μας τώρα στην καρδιά!" άκουσε μια φωνούλα κι ένα χεράκι την αγκάλιασε τρυφερά, κλειδώνοντας την μέσα στην αγκαλιά του.

Άπλωσε τα χέρια της αγκάλιασε και τα δύο παιδιά της και υποσχέθηκε: 

"Για πάντα!"




Κυριακή 30 Οκτωβρίου 2022

Ως την τελευταία στιγμή

 



Ξύπνησε στην μέση της νύχτας, το ρολόι έγραφε 3 έναν τόσο μικρό αριθμό σε αντίθεση με τους σφυγμούς της που πρέπει να είχαν ξεπεράσει τους 200.

Σηκώθηκε τρέμοντας από το κρεβάτι και μπήκε με τα ρούχα στην μπανιέρα.

Καθώς το νερό έτρεξε κρύο πάνω της οι σφυγμοί άρχισαν να χαλαρώνουν όπως κι ο τρόμος της.

Πέντε λεπτά κάτω από το παγωμένο νερό ηρέμησαν το σώμα μα την ψυχή ακόμη δεν το είχαν κατορθώσει. Έκλεισε τα μάτια και προσπάθησε να ταξιδέψει τις σκέψεις της

Να τις ταξιδέψει μακριά και πίσω, όλο και πιο πίσω στην απαρχή της ζωής της, στα χρόνια εκείνα τα εφηβικά που πίστευε πως το μόνο πράγμα που θα την πλήγωνε ποτέ ήταν να χάσει την πρώτη της αγάπη...

Πίστευε πως θα πεθάνει, πως η καρδιά της θα σταματήσει όταν χωρίσουν. Και χώρισαν! Κι άδειασε ένα τόνο κλάμα πάνω στο παγκάκι του πάρκου την ώρα που ο κολλητός της την παρηγορούσε και της σκούπιζε τα δάκρυα λέγοντας της πως δεν αξίζει να κλαίς για ό,τι  δεν αξίζει.

Εκεί ξαναγύριζε πάντα στα δύσκολα σε εκείνη τη στιγμή που τότε ένιωθε πως ήταν η χειρότερη μα σήμερα ήταν αυτή που την κρατούσε, που της έπαιρνε τον πανικό και την ηρεμούσε ξανά και ξανά.

Που να φανταζόταν ότι μια τόσο πικρή στιγμή θα γινόταν το καταφύγιο που θα χωνόταν για χρόνια να σωθεί από τους εφιάλτες που δέσποζαν τις νύχτες της;

Άλλαξε ρούχα και περίμενε να ξημερώσει, οι ώρες κυλούσαν αργά και βασανιστικά μέχρι το ρολόι να χτυπήσει εφτά...

Ακόμη κι αν τον ξυπνούσε θα του τηλεφωνούσε, δεν άντεχε να περιμένει άλλο.

"Σε χρειάζομαι" του είπε...

Τίποτα άλλο! Εκείνος ήξερε...

Και δε θα αργούσε να έρθει δίπλα της! 

Θα μπορούσε να παρατήσει τα πάντα για να βρίσκεται στο λεπτό δίπλα της, αν και ποτέ δεν του το ζήτησε. Της αρκούσε μόνο την φωνή του να ακούσει και να του δηλώσει πως τον χρειάζεται. Δεν την ενδιέφερε αν έρθει, έφτανε να ακούσει την ανάσα του απ το τηλέφωνο και την πάντα γλυκειά φωνή του να της λέει "Εδώ είμαι, πες μου..."

Μα τι να έλεγε;

Πώς να τον βυθίσει στα σκοτάδια της; Πώς να τον στείλει σε ένα λαβύρινθο μαζί της χωρίς επιστροφή; Ό,τι και να μοιραζόταν το μαύρο θα παρέμενε μαύρο κι ο πανικός τις νύχτες ολοζώντανος. Όσα συναισθήματα κι αν άδειαζε, όσα δάκρυα κι αν ξεχύνονταν ποτάμι από μέσα της, τίποτα δε θα άλλαζε, μόνο θα παρέσυρε κι εκείνον μαζί της μέσα στην απέραντη ζούγκλα της απελπισίας της.

Κι ίσως να θύμωνε με την αντοχή και την απάθεια που αντιμετώπιζε το κάθε τι, που το έθαβε μέσα στη σιωπή δηλητηριάζοντας κομμάτι κομμάτι το μέσα της. Πάντα η ίδια δεν θα άλλαζε. Πάντα απέξω δυνατή και ακέραια και μέσα της κομμάτια διαλυμένα που δεν έδεναν πουθενά.

Θα θύμωνε, θα φώναζε, κι ύστερα θα την αγκάλιαζε στοργικά όπως πάντα, ανίκανος να την βοηθήσει, ερείπιο μέσα του σαν ναυαγισμένο νησί, όχι ναυαγός, ολόκληρο νησί ναυαγισμένο με μόνο ναυαγό εκείνην που θα πνίγονταν αν δεν κρατιόταν κι αυτός στην επιφάνεια που τον βούλιαζαν τα συναισθήματα της.

"Έλα εδώ" της είπε και τα χέρια του απλώθηκαν σαν ουρανός και την αγκάλιασαν.

"Έλα εδώ" και τα λόγια του γίναν πανωφόρια να ζεστάνουν την παγωνιά της.

"Έλα εδώ" μια αχτίδα φωτός έσκισε το σκοτάδι και σφηνώθηκε μέσα στα μάτια του.

"Έλα εδώ μικρή μου" 

Κι έγινε πάλι κοριτσάκι κι ο χρόνος κύλησε πάλι πίσω εκεί που όλα είχαν αρχίσει πάνω σ' ένα παγκάκι. Εκεί που όλα τώρα τελειώναν πάνω σε ένα παγκάκι... παρελθόν και σήμερα αντάμα... χωρίς μέλλον πια... αλλά με εκείνον δίπλα της μέχρι την τελευταία της στιγμή μαζί της.


Σάββατο 30 Ιουλίου 2022

Θαλασσινές ιστορίες (της Σοφίας Τανακίδου)


 Θαλασσινές ιστορίες 


Τέλη Σεπτεμβρίου.

Το φθινοπωρινό κρύο είχε αρχίσει ήδη και τα απογεύματα ο νοτιάς δεν αστειεύεται. 

Ο νεαρός ψαράς, φόρτωσε τα παραγάδια, φόρεσε και την μουσαμαδιά στην πλάτη του και ξεκίνησε βάζοντας μπρος την μηχανή του σκάφους του.

Αφού έριξε τα παραγάδια του στη θάλασσα, γύριζε πίσω στην καλύβα του, ενώ ήδη είχε αρχίσει να νυχτώνει.

Μια συνηθισμένη καθημερινή διαδρομή ήταν που απολάμβανε πάντα μιας και η μόνιμη δουλειά του το ψάρεμα δεν ήταν μόνο εργασία, αλλά τρόπος ζωής που ξεκινούσε από τα μικρά του χρόνια. 

Η οικογένεια του, όλοι ψαράδες, πατέρας, θείοι, ξαδέρφια. Μεγαλωμένος μέσα στη θάλασσα την αγαπούσε και την εμπιστευόταν σαν μάνα. 

Μα την θάλασσα πρέπει κάπου κάπου και να την φοβάσαι, γιατί ο φόβος σε κρατάει σε εγρήγορση και δεν σε αφήνει να κάνεις παράτολμες ενέργειες που ο νεαρός ψαράς έκανε ασυναίσθητα εκείνη την στιγμή. 

Δύο μικρές απερίσκεπτες ενέργειες που ίσως σε κάποια άλλη περίπτωση να μην είχαν καμία σημασία, αλλά σήμερα όρισαν σε δευτερόλεπτα το τι θα συνέβαινε.

 Έδωσε λοιπόν περισσότερα γκάζια στην μηχανή και συγχρόνως άφησε την ασφάλεια από τα χέρια του. 

Η ασφάλεια είναι ένας μηχανισμός, ένα κλειδί που οτιδήποτε κι αν σου συμβεί στην πορεία κλείνει αυτόματα την μηχανή του σκάφους με ένα τράβηγμα του χεριού. 

Ο ψαράς όμως είχε αφήσει την ασφάλεια από τα χέρια του για να τυλιχτεί καλύτερα με την μουσαμαδιά του γιατί είχε αρχίσει να κρυώνει. 

Την ίδια στιγμή η βάρκα χτύπησε με δύναμη σε έναν πάσσαλο που δεν φαίνονταν μέσα στη θάλασσα κι όπως ήταν αναμενόμενο με το χτύπημα το σώμα του πετάχτηκε ψηλά έξω από το σκάφος, ίσα με τέσσερα μέτρα πάνω και έπεσε μετά με φόρα στο νερό. 

Για λίγο τα έχασε, προσπαθούσε να επεξεργαστεί με το μυαλό του το τι συνέβαινε, ενώ η βάρκα συνέχιζε να προχωράει τώρα πια όμως σε μια τρελή πορεία κυκλική γύρω του άκρως επικίνδυνη για την ζωή του.

Η βάρκα έτρεχε γρήγορα κι αυτός ήταν εγκλωβισμένος στη δίνη της.

Μια μικρή αλλαγή πορείας θα τον σκότωνε, έπρεπε να βρει λοιπόν τρόπο να βγει από τον κύκλο της επιρροής της. 

Θα προλάβαινε όμως; 

Τα ρούχα που φορούσε βάραιναν πάνω του, έπρεπε να κολυμπήσει βαθιά κάτω από τη θάλασσα έτσι ώστε αν τον προλάβαινε η βάρκα να μην τον παρέσερνε στο διάβα της. Με το που πέρασε λοιπόν από δίπλα του, πήρε μια μεγάλη ανάσα και βούτηξε όσο πιο βαθιά μπορούσε. Μέχρι να βγει όμως στην επιφάνεια η βάρκα είχε φτάσει ήδη ξανά δίπλα του, άρπαξε η προπέλα της την μουσαμαδιά του που αιωρούνταν πάνω από το νερό και την τράβηξε από πάνω του με δύναμη...

Την ίδια στιγμή ο πρώτος του ξάδερφος μόλις είχε ρίξει κι αυτός τα παραγάδια του κι επέστρεφε σπίτι του. 

Μόλις είχε παρκάρει το αμάξι του στην αυλή του σπιτιού του όταν χτύπησε το κινητό του. Μπορούσε να δει ποιος τον καλεί, αλλά η σύνδεση δεν ήταν καθόλου καλή κι ήταν δύσκολο στην αρχή να καταλάβει τι συνέβαινε.

Ανάμεσα στην διακεκομμένη φωνή που ζητούσε βοήθεια ακουγόταν μια δυνατή βοή που δυσκόλευε την συννενόηση.

Δεν χρειαζόταν να ακούσει τίποτα άλλο όμως. Γνώριζε το σημείο που ψάρευε ο ξάδερφος του κι αυτό του έφτανε!

 Έβαλε μπροστά το αμάξι και ξεκίνησε βιαστικά για τη θάλασσα. 

Είκοσι λεπτά διαδρομή που του φάνηκε ατελείωτη. Σε όλο το δρόμο μάλωνε με τον χρόνο που δεν είχε σταθεί σύμμαχος του. Μισή ώρα νωρίτερα αν του είχε τηλεφωνήσει ή αν είχε λίγη ώρα αργήσει ο ίδιος θα ήταν τώρα ακόμη στη θάλασσα για να τον βοηθήσει. Γιατί όσο η ώρα περνούσε ήξερε ότι η κατάσταση θα χειροτέρευε για τον ξάδερφο του.

Δύο αδερφών παιδιά ήταν, συνομήλικα, με ελάχιστους μήνες διαφορά στη γέννηση τους, μεγαλωμένα μαζί σαν αδέρφια, ίδιο όνομα, ίδιο επίθετο, ίδιους φίλους!

Μόλις ανέβηκε το παράκτιο, μπορούσε ήδη να ακούσει το θόρυβο της μηχανής που έσπαζε την ησυχία της νύχτας, σε λίγα λεπτά την έβλεπε κι όλας να σκίζει την θάλασσα με λύσσα σε μία κυκλική πορεία, αλλά δεν έβλεπε τίποτα άλλο. Κανένα σημάδι ανθρώπου! 

Η καρδιά του σφίχτηκε, πάτησε το γκάζι και το αμάξι άρχισε να τρέχει ακόμη πιο γρήγορα, μα πιο γρήγορα από την καρδιά του δεν ήταν δυνατόν να τρέξει. 

Οι χτύποι της καρδιάς του είχαν ξεπεράσει κάθε δυνατή ταχύτητα...

Όταν έφτασε στην καλύβα του, από μακριά στο βάθος μπροστά του έβλεπε ακόμη το σκάφος να διασχίζει σε κυκλική πορεία ακυβέρνητο τη θάλασσα, χωρίς να κόβει καθόλου την ορμή του.

Ανέβηκε βιαστικά στη δική του βάρκα κι έβαλε μπρος την μηχανή και ξεκίνησε προς τα εκεί. Εκτός από το σκάφος του ξαδέρφου του, τίποτα άλλο δεν φαινόταν στον ορίζοντα κι όσο πλησίαζε άλλο τόσο οι ελπίδες να τον βρει ζωντανό εξασθενούσαν.

Δεν μπορούσε να πλησιάσει πολύ γιατί δεν ήταν ασφαλές ούτε για τον ίδιο, αν άλλαζε πορεία η ακυβέρνητη βάρκα θα μπορούσε στη φορά της να παρασύρει και το δικό του σκάφος.

Είχε αρχίσει να απογοητεύεται ότι τον είχε πια χάσει όταν άκουσε μια ανθρώπινη φωνή ανάμεσα στους θορύβους της εξολέμβιας κι ένα χέρι να απλώνεται πάνω από το ύψος της θάλασσας...

Πλησίασε γρήγορα δίπλα του και τον τράβηξε μέσα στο σκάφος.

Για λίγα λεπτά κοιταζόντουσαν σαν να μην πίστευαν πως έβλεπαν ξανά ο ένας τον άλλον.

Βγήκαν γρήγορα στην καλύβα και του έδωσε στεγνά ρούχα να αλλάξει γιατί είχε παγώσει τόσες ώρες μέσα στη θάλασσα.

Έμειναν εκεί περιμένοντας να αδειάσει το ντεπόζιτο της βάρκας για να σβήσει και να μπορέσουν να την πλησιάσουν. Συγχρόνως κι άλλοι ψαράδες είχαν ήδη αρχίσει να έρχονται να βοηθήσουν ακούγοντας τον θόρυβο της ακυβέρνητης βάρκας. Αφού είδαν πως ο ψαράς είχε σωθεί ηρέμησαν και συνέχισαν τον δρόμο τους.

Η προπέλα είχε τραβήξει την μουσαμαδιά που μέσα υπήρχαν όλα τα κλειδιά, της καλύβας του, του αμαξιού, του σπιτιού του, ευτυχώς όμως σαν από θαύμα είχε προλάβει να σώσει το κινητό. Μια αδιάβροχη θήκη το είχε προφυλάξει από το αλμυρό νερό και η τεράστια προσπάθεια του να κρατάει όση ώρα στεκόταν μέσα στη θάλασσα το χέρι του όρθιο για να το κρατήσει άθικτο.

Έτσι μπόρεσε να τηλεφωνήσει για βοήθεια!

Κι αφού όλα είχαν τελειώσει τηλεφώνησε στο τέλος και στη γυναίκα του να του φέρει τα κλειδιά του αμαξιού για να μπορέσει να το επιστρέψει σπίτι. Της είπε στο τηλέφωνο ότι απλώς του έπεσαν μέσα στη θάλασσα για να μην την τρομάξει...

Αν και λένε πως οι ψαράδες υπερβάλλουν όταν διηγούνται το μέγεθος των ψαριών που έχουν πιάσει... όταν όμως θελήσουν να μιλήσουν για μια σκληρή περιπέτεια που έζησαν προσπαθούν να μειώσουν το τι έζησαν για να μην ανησυχήσουν τους αγαπημένους τους... ειδικά όταν ξέρουν πως η οικογένεια τους έχει χάσει με παρόμοιο τρόπο άνθρωπο...

Αλλά για αυτό θα μιλήσουμε κάποια άλλη φορά...

Σε αυτήν την θαλασσινή περιπέτεια θα κρατήσουμε μόνο πως πήγαν όλα καλά και πως η θάλασσα θέλει σύνεση και προσοχή.


Σοφία Τανακίδου





Τετάρτη 29 Ιουνίου 2022

Η γραμμή του ορίζοντος (της Σοφίας Τανακίδου)





 


Η νεαρή κοπέλα κρατούσε ένα βιβλίο στα χέρια της και το διάβαζε με απίστευτη προσήλωση. Σαν να μην την ενδιέφερε τίποτα άλλο εκείνη τη στιγμή. Τίποτα άλλο εκτός από την ιστορία που διάβαζε. Εκείνος όμως, δεν έπαψε στιγμή να την κοιτάζει από την ώρα που ανέβηκε στο λεωφορείο. Κι όσο εκείνη ήταν προσηλωμένη στο διάβασμα του βιβλίου της, άλλο τόσο αυτός ήταν προσηλωμένος πάνω της. Ξαφνικά δεν υπήρχε γύρω του κόσμος, είχαν αδειάσει όλα τα καθίσματα, δεν υπήρχε καν λεωφορείο, παρά μόνο εκείνη κι η θέση της κι αυτό το αναθεματισμένο βιβλίο που την είχε κατακτήσει ολότελα. Τόσο που ούτε τον είχε προσέξει. Κι όμως το ήξερε ότι ήταν ένας γοητευτικός άντρας, που αν τον κοίταζε για ένα δευτερόλεπτο θα την συγκινούσε, ένα βλέμμα της μόνο έφτανε να ρίξει προς αυτόν και θα ήταν δική του, το ήξερε... Όπως ήξερε πως εκείνη χωρίς να του ρίξει καν ένα βλέμμα τον είχε κατακτήσει! Ένα χαμόγελο χαράχτηκε ξαφνικά στα χείλη της, μια μικρή γκριμάτσα έσπασε την μελαγχολική διάθεση της. Τι άραγε διάβασε; Ποιες λέξεις προκάλεσαν αυτό το αχνό χαμόγελο; Γιατί χαμογελούσε διαβάζοντας λέξεις κι όχι κοιτώντας αυτόν; Αυτός ήταν ικανός να την κάνει ευτυχισμένη, να κάνει αυτή την μικρή γκριμάτσα αληθινό ολόκληρο χαμόγελο. Αν τον κοιτούσε έστω για ένα δευτερόλεπτο. Μα όσο επιτακτικά την κοίταζε αυτός, τόσο επιτακτικά εκείνη χωνόταν μέσα στο βιβλίο της. Πώς μπορεί κάποιος να μισήσει τόσο ένα βιβλίο; Ήθελε να της το αρπάξει και να το κάνει κομμάτια. Να πάψει πια να το κοιτά και να κοιτάξει μόνο αυτόν! Αντί να τον κοιτάξει, όμως, τράβηξε μηχανικά ένα στυλό από την τσάντα της κι έγραψε κάτι πάνω στο σελιδοδείκτη κι ύστερα συνέχισε πάλι να διαβάζει ξανά και ξανά μέχρι που το λεωφορείο ξαναγύρισε πίσω, μέχρι που ο κόσμος και τα καθίσματα όλα ξαναγύρισαν πίσω και μπήκαν ανάμεσα τους, μέχρι που εκείνη σηκώθηκε και κατευθύνθηκε στην πόρτα που άνοιξε και...

Έτρεξε να την προλάβει να κατέβει στην ίδια στάση αλλά ο κόσμος τον εμπόδιζε, έσπρωχνε, μα κανένας δεν καταλάβαινε την αγωνία του να του κάνει χώρο να την προλάβει. Οι πόρτες έκλεισαν και το λεωφορείο ξεκίνησε πάλι, σβήνοντας κάθε ελπίδα να προλάβει να την ακολουθήσει. Έσκυψε το κεφάλι απογοητευμένος και τότε το είδε... μια μακρόστενη λουρίδα χαρτί στο πάτωμα: Ο σελιδοδείκτης της! Τον σήκωσε από το πάτωμα. Πίσω από τον σελιδοδείκτη ήταν γραμμένοι κάποιοι αριθμοί.

"Μάλλον σελίδες έχει σημειώσει" σκέφτηκε. Γιατί άραγε είχε σημειώσει αυτές τις σελίδες; Δεν μπορούσε να την βρει, αλλά μπορούσε να αναζητήσει το βιβλίο. Να μάθει τι έγραφαν αυτές οι σελίδες του. Τι ήταν αυτό που την κράτησε δέσμια των λέξεων του και δεν γύρισε να του ρίξει έστω ένα βλέμμα.

Κατέβηκε βιαστικά από το λεωφορείο και μπήκε στο πρώτο βιβλιοπωλείο που συνάντησε και έδειξε τον σελιδοδείκτη στον υπάλληλο.

"Θέλω αυτό το βιβλίο" είπε.

Ο υπάλληλος το κοίταξε για ένα δευτερόλεπτο κι είπε με σιγουριά.

"Λυπάμαι δεν υπάρχει".

"Αν το παραγγείλω θα το φέρετε;"

"Συγνώμη, μάλλον δεν καταλάβατε! Δεν είπα πως δεν το έχουμε!Σας είπα πως δεν υπάρχει! Έχει πεθάνει ο συγγραφέας και οι συγγενείς του δεν έχουν δεχτεί να γίνει επανέκδοση. Το γνωρίζω γιατί μου το έχουν ζητήσει κι άλλοι πελάτες μου! Ίσως αν ψάξετε σε κάποια σάιτ να πουλιέται από συλλέκτες, αλλά να ξέρετε οι τιμές είναι εξαιρετικά υψηλές"

"Δηλαδή δεν υπάρχει τρόπος να το βρω για να το διαβάσω;"

"Για να το διαβάσετε πιστεύω ότι κάπου θα υπάρχει, αν ψάξετε ίσως σε δανειστικές βιβλιοθήκες..."

Βγήκε απογοητευμένος από το βιβλιοπωλείο... δεν θα μάθαινε λοιπόν ποτέ του, τι υπογράμμισε το χέρι της; Τι υπογράμμισε η ψυχή της; Δεν μπορούσε να συμβαίνει αυτό! Πρώτα έχασε εκείνη και τώρα χάνει τον λόγο που τα χείλη της χαμογέλασαν, που το βλέμμα της δεν αντάμωσε το δικό του. Όχι, θα έβρισκε το βιβλίο κι όταν έβρισκε το βιβλίο μετά ήταν σίγουρος πως θα έβρισκε και εκείνη, κάπου είχαν κρυφτεί κι οι δυο τους μαζί, κάπου στο βάθος του ορίζοντα που απλωνόταν μπροστά του θα την έβρισκε. Κι εκείνην και το βιβλίο... γιατί πια το είχε συνειδητοποιήσει πως εκείνη και το βιβλίο ήταν ένα και το αυτό... 

Την επόμενη μέρα πήρε το ίδιο λεωφορείο, την ίδια ακριβώς ώρα, μόνο εκείνος όμως. Ήταν πάλι γεμάτο κόσμο, πόσο άδειο όμως γι' αυτόν. Αυτή τη φορά κατέβηκε στην στάση της. Κοίταξε τριγύρω! Προς τα πού να είχε πάει; Αριστερά, δεξιά, μπροστά, πίσω; Δεν είχε ιδέα, δεν είχε δει προς τα πού είχε κατευθυνθεί, ένα αερικό ήταν που χάθηκε όπως εμφανίστηκε. Κι αν δεν είχε ακόμη τον σελιδοδείκτη στα χέρια του θα άρχιζε να πιστεύει πως ήταν απλά ένα όραμα, μια οπτασία που γεννήθηκε μόνο για εκείνον για να τον βγάλει από το τέλμα της καθημερινότητας του, που δεν είχε τίποτα να τον εκπλήξει, τίποτα να τον ευχαριστεί, τίποτα πια να τον ενδιαφέρει και να τον συναρπάσει εδώ και τόσο καιρό! Έκανε κύκλους πέρα δώθε γύρω από τη στάση, κατηφόρισε όλα τα στενά, βήμα βήμα, ελπίζοντας πως κάπου θα την συναντήσει. Μάταια όμως! Και τότε είδε ένα παλιό επιβλητικό κτίριο "Δημοτική βιβλιοθήκη" έγραφε απέξω! Ένα δυνατό επιφώνημα αντήχησε στα χείλη του κι έτρεξε προς την είσοδο... Η βιβλιοθηκονόμος του χαμογέλασε απλόχερα.

"Τι θέλετε;"

"Αυτό το βιβλίο" πρόφερε δείχνοντας της το σελιδοδείκτη.

"Μισό λεπτό" του απάντησε και άνοιξε την οθόνη του υπολογιστή της.

"Δεν βρίσκεται αυτή τη στιγμή εδώ το έχει δανειστεί πριν λίγες μέρες ένας άλλος αναγνώστης"

"Ποιος;" του ξέφυγε ασυναίσθητα...

Η κοπέλα χαμογέλασε πάλι απλόχερα...

"Αυτό δεν μπορώ να σας το πω όπως καταλαβαίνετε, αλλά μπορώ όταν το επιστρέψει να το κρατήσω και να σας ειδοποιήσω"

"Ναι, να μου το κρατήσετε παρακαλώ! Αλλά πόσο καιρό περίπου το κρατάνε συνήθως;"

"Ένα μήνα το πολύ, υπάρχει όριο. Το έχει πάρει πριν δεκαπέντε μέρες από όσο βλέπω, οπότε σε άλλες τόσες μέρες περίπου θα σας τηλεφωνήσω "

Δεκαπέντε μέρες! Τι είναι δεκαπέντε μέρες για να περιμένει κάθε απόγευμα την επιστροφή του βιβλίου κι ίσως κι εκείνην... γιατί είχε μέσα του ξεκάθαρη την ελπίδα ότι ήταν αυτή που το είχε δανειστεί... Το ένιωθε... δεν μπορούσε να ήταν άλλη!

Κάθε απόγευμα από εκείνη τη μέρα έπινε τον καφέ του σε μια καφετέρια κοντινή με αποκλειστική θέα την βιβλιοθήκη περιμένοντας να την δει να περνάει επιστρέφοντας το βιβλίο. Οι μέρες όμως κυλούσαν χωρίς ποτέ να τη συναντήσει, μέχρι που ένα πρωινό χτύπησε το τηλέφωνο στο γραφείο του. Τον ενημέρωσαν πως το βιβλίο είχε μόλις επιστραφεί και πως μπορούσε να πάει να το νοικιάσει. Η απογοήτευση δεν ήταν ποτέ πιο σκληρή, πιο αμείλικτη. Την είχε πάλι χάσει! Με βαριά καρδιά έφτασε στη βιβλιοθήκη, έπιασε το βιβλίο στα χέρια του, ενστικτωδώς το έφερε στο πρόσωπο του, για να βεβαιωθεί ότι θα μύριζε το άρωμα της. Πως πράγματι ήταν εκείνη που το είχε πριν από λίγο στα χέρια της. Και σιγουρεύτηκε ολότελα! Κι ύστερα το άνοιξε βιαστικά προσπαθώντας να βρει τις υπογεγραμμένες σελίδες. Το ξεφύλλισε μέχρι την τελευταία σελίδα του κι απορημένος ρώτησε την βιβλιοθηκονόμο.

"Είναι σίγουρα το ίδιο βιβλίο; Οι σελίδες είναι λιγότερες!"

"Τι εννοείτε;" 

Της έδειξε ξανά το σελιδοδείκτη αυτή τη φορά όμως από την πίσω μεριά με τα σημειωμένα νούμερα.

"Μου είχε σημειώσει μια κοπέλα κάποιες σελίδες να διαβάσω, αλλά βλέπω πως το βιβλίο έχει λιγότερες σελίδες από το τελευταίο τριψήφιο αριθμό".

Η νεαρή κοίταξε τους αριθμούς και γέλασε πονηρά.

"Δεν είναι σελίδες, το τηλέφωνο της σου έγραψε"

"Τηλέφωνο; Αδύνατο! Είναι μόνο 8 νούμερα!"

"Το έχω κάνει κι εγώ γι' αυτό το ξέρω! Τα δύο πρώτα νούμερα του κινητού τα παραλείπουμε μιας και είναι δεδομένα!"

"Δεδομένα;!"

Τίποτα δεν ήταν δεδομένο! Βγήκε από τη βιβλιοθήκη σχεδόν τρέχοντας. Άνοιξε το κινητό του πήρε μια βαθιά ανάσα και πάτησε τα νούμερα ένα ένα με προσοχή στο καντράν προσθέτοντας πρώτα τα δύο "δεδομένα". Ακούστηκε μια γυναικεία φωνή.

"Ορίστε;"

"Καλησπέρα! Χάσατε έναν σελιδοδείκτη, σας έπεσε μέσα στο λεωφορείο, τον βρήκα εγώ" μουρμούρισε βιαστικά με μια ανάσα σχεδόν.

Σιγή για λίγα δευτερόλεπτα στην άλλη άκρη της συσκευής κι ύστερα η απάντηση που του έκοψε τα πόδια.

"Δεν έχω χάσει κανένα σελιδοδείκτη!"

Αυτό ήταν λοιπόν; Θα του έκλεινε τώρα το τηλέφωνο; Σαν να ήταν απλώς ένας ενοχλητικός;

Μα η φωνή συνέχισε να μιλάει μετά από ένα για εκείνον ατελείωτο δευτερόλεπτο.

"Δεν έχασα κανέναν σελιδοδείκτη, εγώ τον άφησα εκεί για να τον βρεις..."Που είσαι;" ρωτούσε τώρα η φωνή.

"Έξω από τη βιβλιοθήκη, μόλις νοίκιασα το βιβλίο".

"Σοβαρά; Δεν το πιστεύω ότι είσαι τόσο κοντά! Κοίτα ψηλά στον ορίζοντα μπροστά σου. Ψηλά πολύ ψηλά" τον παρότρυνε.

Δεν καταλάβαινε τι του έλεγε, σήκωσε όμως το βλέμμα ίσια μπροστά, ψηλά στη γραμμή του ορίζοντα και την είδε. Φορούσε ένα άσπρο φόρεμα, έμοιαζε σαν νύμφη που το είχε σκάσει από την λίμνη της και στεκόταν στο μικρό της μπαλκόνι, έτσι απλώς μόνο για να την αντικρίσει εκείνος!

"Στον πέμπτο, έλα, ανοίγω, να τα πούμε από κοντά. Να σου εξηγήσω..."

Να του εξηγήσει τι; Δεν ήθελε τίποτα να του εξηγήσει. Δεν τον ενδιέφερε το πώς και το γιατί του ζητούσε να τρέξει κοντά της. Δεν ήθελε εξηγήσεις η ευτυχία! Ξεχείλιζε από παντού μέσα του! Στον πέμπτο του είχε πει; Εκείνος γιατί ήδη βρισκόταν στον έβδομο; Στον έβδομο ουρανό! Έσφιξε δυνατά στο χέρι του το βιβλίο, πήρε μια βαθιά ανάσα και έκανε το πρώτο βήμα, που θα τον πήγαινε σε εκείνη. Δεν άκουσε το επίμονο κορνάρισμα του λεωφορείου, μέσα στο μυαλό του αντηχούσε ακόμη το "έλα" της. Μόνο το "έλα" της! Το βιβλίο τινάχτηκε από τα χέρια του, τινάχτηκε κι εκείνος μαζί του ψηλά... στη γραμμή του ορίζοντος, ενός νέου ορίζοντος πια... κι ύστερα έπεσαν ταυτόχρονα στην άσφαλτο δίπλα δίπλα και το βιβλίο άνοιξε στην τελευταία του σελίδα, έτσι που καθώς κυλούσε αθόρυβα η ζωή από μέσα του έσταξε πάνω στις τελευταίες λέξεις και το πότισε σβήνοντας με ένα έντονο σκούρο κόκκινο τον επίλογο του...

Εκείνη δεν άκουσε το κορνάρισμα, είχε κλείσει την μπαλκονόπορτα, και χτένιζε τα μαλλιά της μπροστά στον καθρέφτη χαμογελώντας. Περίμενε τόσες μέρες να της τηλεφωνήσει κι είχε αρχίσει να απογοητεύεται ότι μάλλον δεν είχε βρει τον σελιδοδείκτη της. Κι όμως τα είχε σχεδιάσει όλα τόσο καλά από την στιγμή που τον είχε δει. Μάλλον από τις στιγμές που τον είχε δει. Γιατί τον έβλεπε καθημερινά καθώς έκανε το πρωινό της περπάτημα να κάθεται στην ίδια θέση πάντα στο λεωφορείο της γραμμής και να κοιτάζει ψηλά στον ορίζοντα. Ποτέ προς το μέρος της κι ας στεκόταν στο πεζοδρόμιο την ώρα που περνούσε το λεωφορείο καθημερινά από εκεί περιμένοντας ένα βλέμμα του. Ώσπου το αποφάσισε! Θα ανέβαινε στο λεωφορείο!Θα δήλωνε την παρουσία της! Και τα είχε καταφέρει! Όση ώρα βρισκόταν μέσα εκεί διαβάζοντας τάχα το βιβλίο, δίχως να σηκώσει καν το βλέμμα της να τον κοιτάξει, ήξερε ότι την κοιτούσε! Ένιωθε το βλέμμα του να διαπερνά κάθε σημείο του κορμιού της. Χαμογέλασε και έγραψε το τηλέφωνο της στο σελιδοδείκτη, σηκώθηκε να κατέβει και τον άφησε να πέσει επίτηδες για να τον βρει εκείνος! Πίστευε στην μοίρα, κι αν η μοίρα ήθελε να συναντηθούν θα το φρόντιζε! Η μοίρα είναι αυτή που κανονίζει τα πάντα. Αν δεν ήθελε εκείνη να συναντηθούν ποτέ, η γραμμή του ορίζοντος θα έσβηνε για πάντα! Τώρα όμως... έβαψε βιαστικά μ' ένα κόκκινο κραγιόν τα χείλη της κι άνοιξε την εξώπορτα περιμένοντας να αφήσει το κόκκινο σημάδι του πάνω στα δικά του χείλη...

Και περίμενε... Απλώς περίμενε... Η μοίρα όμως είχε ήδη αποφασίσει...


Σοφία Τανακίδου

29/6/22