Θαλασσινές ιστορίες
Τέλη Σεπτεμβρίου.
Το φθινοπωρινό κρύο είχε αρχίσει ήδη και τα απογεύματα ο νοτιάς δεν αστειεύεται.
Ο νεαρός ψαράς, φόρτωσε τα παραγάδια, φόρεσε και την μουσαμαδιά στην πλάτη του και ξεκίνησε βάζοντας μπρος την μηχανή του σκάφους του.
Αφού έριξε τα παραγάδια του στη θάλασσα, γύριζε πίσω στην καλύβα του, ενώ ήδη είχε αρχίσει να νυχτώνει.
Μια συνηθισμένη καθημερινή διαδρομή ήταν που απολάμβανε πάντα μιας και η μόνιμη δουλειά του το ψάρεμα δεν ήταν μόνο εργασία, αλλά τρόπος ζωής που ξεκινούσε από τα μικρά του χρόνια.
Η οικογένεια του, όλοι ψαράδες, πατέρας, θείοι, ξαδέρφια. Μεγαλωμένος μέσα στη θάλασσα την αγαπούσε και την εμπιστευόταν σαν μάνα.
Μα την θάλασσα πρέπει κάπου κάπου και να την φοβάσαι, γιατί ο φόβος σε κρατάει σε εγρήγορση και δεν σε αφήνει να κάνεις παράτολμες ενέργειες που ο νεαρός ψαράς έκανε ασυναίσθητα εκείνη την στιγμή.
Δύο μικρές απερίσκεπτες ενέργειες που ίσως σε κάποια άλλη περίπτωση να μην είχαν καμία σημασία, αλλά σήμερα όρισαν σε δευτερόλεπτα το τι θα συνέβαινε.
Έδωσε λοιπόν περισσότερα γκάζια στην μηχανή και συγχρόνως άφησε την ασφάλεια από τα χέρια του.
Η ασφάλεια είναι ένας μηχανισμός, ένα κλειδί που οτιδήποτε κι αν σου συμβεί στην πορεία κλείνει αυτόματα την μηχανή του σκάφους με ένα τράβηγμα του χεριού.
Ο ψαράς όμως είχε αφήσει την ασφάλεια από τα χέρια του για να τυλιχτεί καλύτερα με την μουσαμαδιά του γιατί είχε αρχίσει να κρυώνει.
Την ίδια στιγμή η βάρκα χτύπησε με δύναμη σε έναν πάσσαλο που δεν φαίνονταν μέσα στη θάλασσα κι όπως ήταν αναμενόμενο με το χτύπημα το σώμα του πετάχτηκε ψηλά έξω από το σκάφος, ίσα με τέσσερα μέτρα πάνω και έπεσε μετά με φόρα στο νερό.
Για λίγο τα έχασε, προσπαθούσε να επεξεργαστεί με το μυαλό του το τι συνέβαινε, ενώ η βάρκα συνέχιζε να προχωράει τώρα πια όμως σε μια τρελή πορεία κυκλική γύρω του άκρως επικίνδυνη για την ζωή του.
Η βάρκα έτρεχε γρήγορα κι αυτός ήταν εγκλωβισμένος στη δίνη της.
Μια μικρή αλλαγή πορείας θα τον σκότωνε, έπρεπε να βρει λοιπόν τρόπο να βγει από τον κύκλο της επιρροής της.
Θα προλάβαινε όμως;
Τα ρούχα που φορούσε βάραιναν πάνω του, έπρεπε να κολυμπήσει βαθιά κάτω από τη θάλασσα έτσι ώστε αν τον προλάβαινε η βάρκα να μην τον παρέσερνε στο διάβα της. Με το που πέρασε λοιπόν από δίπλα του, πήρε μια μεγάλη ανάσα και βούτηξε όσο πιο βαθιά μπορούσε. Μέχρι να βγει όμως στην επιφάνεια η βάρκα είχε φτάσει ήδη ξανά δίπλα του, άρπαξε η προπέλα της την μουσαμαδιά του που αιωρούνταν πάνω από το νερό και την τράβηξε από πάνω του με δύναμη...
Την ίδια στιγμή ο πρώτος του ξάδερφος μόλις είχε ρίξει κι αυτός τα παραγάδια του κι επέστρεφε σπίτι του.
Μόλις είχε παρκάρει το αμάξι του στην αυλή του σπιτιού του όταν χτύπησε το κινητό του. Μπορούσε να δει ποιος τον καλεί, αλλά η σύνδεση δεν ήταν καθόλου καλή κι ήταν δύσκολο στην αρχή να καταλάβει τι συνέβαινε.
Ανάμεσα στην διακεκομμένη φωνή που ζητούσε βοήθεια ακουγόταν μια δυνατή βοή που δυσκόλευε την συννενόηση.
Δεν χρειαζόταν να ακούσει τίποτα άλλο όμως. Γνώριζε το σημείο που ψάρευε ο ξάδερφος του κι αυτό του έφτανε!
Έβαλε μπροστά το αμάξι και ξεκίνησε βιαστικά για τη θάλασσα.
Είκοσι λεπτά διαδρομή που του φάνηκε ατελείωτη. Σε όλο το δρόμο μάλωνε με τον χρόνο που δεν είχε σταθεί σύμμαχος του. Μισή ώρα νωρίτερα αν του είχε τηλεφωνήσει ή αν είχε λίγη ώρα αργήσει ο ίδιος θα ήταν τώρα ακόμη στη θάλασσα για να τον βοηθήσει. Γιατί όσο η ώρα περνούσε ήξερε ότι η κατάσταση θα χειροτέρευε για τον ξάδερφο του.
Δύο αδερφών παιδιά ήταν, συνομήλικα, με ελάχιστους μήνες διαφορά στη γέννηση τους, μεγαλωμένα μαζί σαν αδέρφια, ίδιο όνομα, ίδιο επίθετο, ίδιους φίλους!
Μόλις ανέβηκε το παράκτιο, μπορούσε ήδη να ακούσει το θόρυβο της μηχανής που έσπαζε την ησυχία της νύχτας, σε λίγα λεπτά την έβλεπε κι όλας να σκίζει την θάλασσα με λύσσα σε μία κυκλική πορεία, αλλά δεν έβλεπε τίποτα άλλο. Κανένα σημάδι ανθρώπου!
Η καρδιά του σφίχτηκε, πάτησε το γκάζι και το αμάξι άρχισε να τρέχει ακόμη πιο γρήγορα, μα πιο γρήγορα από την καρδιά του δεν ήταν δυνατόν να τρέξει.
Οι χτύποι της καρδιάς του είχαν ξεπεράσει κάθε δυνατή ταχύτητα...
Όταν έφτασε στην καλύβα του, από μακριά στο βάθος μπροστά του έβλεπε ακόμη το σκάφος να διασχίζει σε κυκλική πορεία ακυβέρνητο τη θάλασσα, χωρίς να κόβει καθόλου την ορμή του.
Ανέβηκε βιαστικά στη δική του βάρκα κι έβαλε μπρος την μηχανή και ξεκίνησε προς τα εκεί. Εκτός από το σκάφος του ξαδέρφου του, τίποτα άλλο δεν φαινόταν στον ορίζοντα κι όσο πλησίαζε άλλο τόσο οι ελπίδες να τον βρει ζωντανό εξασθενούσαν.
Δεν μπορούσε να πλησιάσει πολύ γιατί δεν ήταν ασφαλές ούτε για τον ίδιο, αν άλλαζε πορεία η ακυβέρνητη βάρκα θα μπορούσε στη φορά της να παρασύρει και το δικό του σκάφος.
Είχε αρχίσει να απογοητεύεται ότι τον είχε πια χάσει όταν άκουσε μια ανθρώπινη φωνή ανάμεσα στους θορύβους της εξολέμβιας κι ένα χέρι να απλώνεται πάνω από το ύψος της θάλασσας...
Πλησίασε γρήγορα δίπλα του και τον τράβηξε μέσα στο σκάφος.
Για λίγα λεπτά κοιταζόντουσαν σαν να μην πίστευαν πως έβλεπαν ξανά ο ένας τον άλλον.
Βγήκαν γρήγορα στην καλύβα και του έδωσε στεγνά ρούχα να αλλάξει γιατί είχε παγώσει τόσες ώρες μέσα στη θάλασσα.
Έμειναν εκεί περιμένοντας να αδειάσει το ντεπόζιτο της βάρκας για να σβήσει και να μπορέσουν να την πλησιάσουν. Συγχρόνως κι άλλοι ψαράδες είχαν ήδη αρχίσει να έρχονται να βοηθήσουν ακούγοντας τον θόρυβο της ακυβέρνητης βάρκας. Αφού είδαν πως ο ψαράς είχε σωθεί ηρέμησαν και συνέχισαν τον δρόμο τους.
Η προπέλα είχε τραβήξει την μουσαμαδιά που μέσα υπήρχαν όλα τα κλειδιά, της καλύβας του, του αμαξιού, του σπιτιού του, ευτυχώς όμως σαν από θαύμα είχε προλάβει να σώσει το κινητό. Μια αδιάβροχη θήκη το είχε προφυλάξει από το αλμυρό νερό και η τεράστια προσπάθεια του να κρατάει όση ώρα στεκόταν μέσα στη θάλασσα το χέρι του όρθιο για να το κρατήσει άθικτο.
Έτσι μπόρεσε να τηλεφωνήσει για βοήθεια!
Κι αφού όλα είχαν τελειώσει τηλεφώνησε στο τέλος και στη γυναίκα του να του φέρει τα κλειδιά του αμαξιού για να μπορέσει να το επιστρέψει σπίτι. Της είπε στο τηλέφωνο ότι απλώς του έπεσαν μέσα στη θάλασσα για να μην την τρομάξει...
Αν και λένε πως οι ψαράδες υπερβάλλουν όταν διηγούνται το μέγεθος των ψαριών που έχουν πιάσει... όταν όμως θελήσουν να μιλήσουν για μια σκληρή περιπέτεια που έζησαν προσπαθούν να μειώσουν το τι έζησαν για να μην ανησυχήσουν τους αγαπημένους τους... ειδικά όταν ξέρουν πως η οικογένεια τους έχει χάσει με παρόμοιο τρόπο άνθρωπο...
Αλλά για αυτό θα μιλήσουμε κάποια άλλη φορά...
Σε αυτήν την θαλασσινή περιπέτεια θα κρατήσουμε μόνο πως πήγαν όλα καλά και πως η θάλασσα θέλει σύνεση και προσοχή.
Σοφία Τανακίδου
Αγωνιώδης αφήγηση, δυνατό θέμα, άπειρα τα συναισθήματα. Τέλος καλό σε μια επώδυνη περιπέτεια με φόντο τη θάλασσα. Ευτυχώς σώθηκαν οι άνθρωποι χωρίς απώλειες και αυτό μετράει, Σοφία.
ΑπάντησηΔιαγραφή