Πέμπτη 10 Απριλίου 2025

Παράκληση.

 

Χάνουν οι άνθρωποι πράγματα!

Τα ξεχνούν σε μέρη που κινούνται.

Σε μπαρ, σε καφέ, σε λεωφορεία, σε ταξί.

Τι γίνονται όλα αυτά;

Τα βρίσκει κάποιος ή πεθαίνουν μοναχικά, παγωμένα το χειμώνα, βρεγμένα το φθινόπωρο, καμένα το καλοκαίρι;

Δεν ξέρω τι τους συμβαίνει την άνοιξη!

Δεν έχασα τίποτα ποτέ μου την άνοιξη!

Όσα πράγματα είχα κι έχασα έζησαν χωρίς άνοιξη γι' αυτό χάθηκαν στις υπόλοιπες εποχές του χρόνου...

Την Άνοιξη όμως που έχασα στη γέννηση μου, βρέφος ανίσχυρο να την κρατήσω μέσα μου

 - κι αλίμονο δεν βρήκα ποτέ τι απέγινε - 

την χρειάζομαι... 

Χάνουν οι άνθρωποι πράγματα...

Ποιος τα βρίσκει;

Τον εκλιπαρώ... να μου την φέρει...


Σοφία Τανακιδου

10/4/24

Από το ανθολόγιο του έρωτα το κόκκινο "Ελευθέριες τέχνες"

Ο χρόνος.

 

 


 Ο χρόνος λένε κλείνει πληγές.


Γιατί να τις κλείνει; Τι είναι ο χρόνος πόρτα; Την κλείνουμε και ξεχνάμε;


Την κλείνουμε και αφήνουμε έξω τα άσχημα; 


Και τα όμορφα;


Τα διαχωρίζει ο χρόνος να μην κλειδωθούν κι αυτά έξω απ’ την μνήμη;


Πώς ξέρει ποια είναι όμορφα και ποια άσχημα;


Ο χρόνος λένε θα σου μάθει.


Τι να μου μάθει;


Δάσκαλος είναι;


Και όσοι δεν ξέρουν να διαβάζουν δεν θα μάθουν;


Δεν τον είδα ποτέ στο σχολείο.


Γέρασα μέσα στα βιβλία και τίποτα δεν μου έμαθε.


 


Ο χρόνος λένε είναι γιατρός.


Πού σπούδασε;


Ποιο πανεπιστήμιο τελείωσε;


Δεν τον είδα ποτέ σε χειρουργείο, 


ασθενής στο κρεβάτι με ανοιχτές πληγές, 

δεν τις γιάτρεψε.


 


Ούτε πόρτα 


ούτε δάσκαλος 


ούτε γιατρός, 


δεν μου στάθηκε,


δεν ήταν παρών 


στη ζωή μου,


διάβηκε βιαστικός


μέσα από τις ρωγμές μου...


και τον έχασα.


 


Σοφία Τανακιδου

19/3/25

Φεγγάρι από ρόδα

 

Κάθε φορά 

που δύο άνθρωποι ερωτεύονται 

ένα κόκκινο εκατοντάφυλλο ρόδο 

ανθίζει στο φεγγάρι.

Κάθε φορά 

που δύο που αγαπήθηκαν άνθρωποι χωρίζουν

ένα κόκκινο εκατοντάφυλλο ρόδο

πέφτει να πνιγεί απελπισμένο στη θάλασσα.

Τα κύματα το παρασέρνουν στην στεριά

και ξεβράζει στην ακτή τα εκατό πέταλα,

μιας αιώνιας αγάπης

που καταπάτησε τον όρκο της.

Άνθρωποι... μην τρομάζετε με τα λίγα αιματοβαμμένα ρόδα στην ακτή...

να κοιτάτε πάντα ψηλά, 

εκεί που ένα φεγγάρι από εκατοντάφυλλα ανθισμένα ρόδα παραμένει στον ουρανό αιώνια.


Σοφία Τανακίδου

16/4/24

Ο θείος μου ο Αλέξης

 

Εκείνα τα ατελείωτα παιδικά καλοκαίρια στο χωριό μου την Μακρυνίτσα Σερρών είχαν πάντα την σφραγίδα του θείου Αλέξη.

Ο θείος Αλέξης είχε μια μοναδική θέση στην καρδιά μου πριν ακόμη καταλάβω ποια συγγένεια μας ένωνε. Και καμιά συγγένεια να μην μας ένωνε πάλι θα τον αγαπούσα, ήταν γραφτό εξαρχής μόνο και μόνο γιατί μας έλεγε παραμύθια ...

Περίμενα ανυπόμονα πότε θα γυρίσουν από το χωράφι με τα καπνά για να καθήσουμε όλοι μαζί γύρω γύρω να βοηθήσουμε στο "μπούρλιαγμα" 

Ο θείος Αλέξης μας έδινε όλους από μια μεγάλη βελόνα που ήταν πάνω κάτω ίση με το μπόι μου κι εμείς περνούσαμε από την μύτη της ένα ένα τα φύλλα του καπνού,  μόλις γέμιζε τα αδειάζαμε από το μάτι της βελόνας σε ένα σκοινί που περνούσε μέσα από εκεί και ξανά πάλι από την αρχή την ξαναγεμίζαμε ενώ εκείνος άρχιζε τα παραμύθια, μια για τον ραφτάκο που σκότωσε με την μια εφτά κι όλοι τον τρέμανε και μια για το ατρόμητο παλικάρι που έφυγε από τον τόπο του για να πάει να συναντήσει τον φόβο...

Όση ώρα δουλεύαμε τόση ώρα μας εξιστορούσε παραμύθια, που τα πιο πολλά τα γνώριζα τα είχα ξανακούσει ή διαβάσει, αλλά ο θείος Αλέξης είχε έναν τρόπο μοναδικό να τα λέει, που όσες φορές κι αν τα άκουγα ήταν σαν να τα άκουγα πρώτη φορά.

Κι ύστερα αφού μας τάιζε με το ζόρι μας ευχαριστούσε για την βοήθεια και κλείναμε ραντεβού για την επόμενη μέρα να πάμε να βοηθήσουμε...

Κι οι ώρες που διαρκούσαν μέχρι να ξημερώσει μου φαίνονταν ατελείωτες.

"Πότε θα πάμε στον θείο Αλέξη" ρωτούσα συνέχεια την μαμά μου και μόλις ξημέρωνε έφευγα πρώτη χωρίς να την περιμένω.

Έκοβα δρόμο μέσα από το ποτάμι αν και φοβόμουν γιατί εκεί βρισκόταν πάντα δεμένος ο γάιδαρος του γείτονα κι έπρεπε να περάσω από δίπλα του με τον φόβο πάντα ότι μπορεί και να με κλωτσήσει. Δεν με είχε κλωτσήσει ποτέ ο καημένος, ήταν πάντα τόσο ήρεμος αλλά ο φόβος στο δικό μου μυαλό είχε σχηματίσει αντίθετη γνώμη.

Όσο κι αν φοβόμουν όμως δεν έπαυα να περνάω από εκεί για να φτάσω όσο μπορώ πιο γρήγορα στο σπίτι του θείου Αλέξη. Νηστικιά ακόμη γέμιζα την κοιλιά μου με τα άσπρα μούρα από την μουριά της αυλής τους και μετά έπαιρνα την θέση μου δίπλα του για να τον ακούω καλύτερα. Τον άκουγα, ρουφούσα κάθε λέξη του σαν σφουγγάρι και ζήλευα ταυτόχρονα τα άλλα παιδιά δίπλα μου που τον φώναζαν παππού.

"Μαμά εγώ γιατί δεν έχω παππού; Μαμά γιατί να μην είναι παππούς μου ο θείος Αλέξης;" ρώτησα μια μέρα θυμωμένη την μαμά μου.

"Παππούς σου είναι, αδερφός της γιαγιάς σου, αλλά για να ξεχωρίζεις από τα πραγματικά εγγόνια του για αυτό εσύ πρέπει να τον λες "θείο". Αλλά αν θες μπορείς να τον λες και παππού δεν θα τον πειράξει" μου απάντησε εκείνη.

Δεν τον είπα όμως ποτέ παππού!

Ντράπηκα να τον πω παππού; 

Η γλώσσα είχε συνηθίσει πια στο "θείο;"

Δε ξέρω! Το μόνο που ήξερα ήταν ότι ένιωθα μέσα μου ότι εγώ τον αγαπούσα περισσότερο από όλους! Κι από τα εγγόνια του κι από τα παιδιά του που τον λάτρευαν κι από την γυναίκα του! Από όλους!

Και μια μέρα τον αγάπησα ακόμη περισσότερο όσο κι αν πίστευα πως δεν ήταν εφικτό.

Άκουσα μια συζήτηση των μεγάλων, λίγα λόγια που έφτασαν σαν κακό παραμύθι στα παιδικά μου αυτιά... ο θείος Αλέξης είχε κάνει εξορία...

Αυτό άκουσα...δεν έμαθα ποτέ τον λόγο ή αν ήταν κι αλήθεια,  αν και η μαμά μου έλεγε πολλές φορές πως εκείνα τα σκληρά χρόνια αν κάποιος δε σε χώνευε έλεγε κακά πράγματα για σένα και σε έστελναν στην εξορία..

Ήταν μια λέξη η εξορία που είχα μάθει από το σχολείο, ο δάσκαλος μας είχε πει πως τα αρχαία χρόνια έγραφαν το όνομα κάποιου που ήθελαν να εξορίσουν πάνω σε μια πέτρα, αν έγραφαν το ίδιο όνομα πολλοί άνθρωποι πάνω στις πέτρες τότε τον άνθρωπο με αυτό το όνομα τον έδιωχναν μακριά από τον τόπο του και την οικογένειά του: Εξορία!

Ποιος μπορεί όμως να μην χώνευε τον θείο μου τον Αλέξη που όλοι τον λάτρευαν;

Ίσως να τον είχαν ακούσει να λέει το παραμύθι με τον ραφτάκο που σκότωσε εφτά και να νόμιζαν πως ήταν αυτός. Ο ραφτάκος όμως μόνο μύγες σκότωνε, όπως κι ο θείος μου ο Αλέξης. Τις κυνηγούσε με την μυγοσκοτώστρα για να μην μας τσιμπήσουν καθώς δουλεύαμε.

Ίσως να είχαν ακούσει να λέει για το παραμύθι για το ατρόμητο παλικάρι που έφυγε από τον τόπο του για να συναντήσει τον φόβο και να νόμιζαν ότι είναι αυτός και ήθελαν να δοκιμάσουν πόσο ατρόμητος θα γινόταν μακριά από την οικογένεια του.

Δεν έμαθα ποτέ τον λόγο, δεν ήξερε κανείς μάλλον να μου πει γιατί λόγος δεν υπήρχε, υπήρχε όμως λόγος να τον αγαπήσω τώρα περισσότερο.

Κι από Αλέξης έγινε μέσα μου Αλέξανδρος! Δεν είχε άλογο αλλά είχε ένα τρακτέρ που όταν ανέβαινε επάνω γινόταν ο βασιλιάς του κόσμου!

"Έλα να σε πάω μια βόλτα" μου έλεγε.

Κι εγώ ανέβαινα με ένα σάλτο δίπλα του κι ένιωθα σαν η μικρή του πριγκίπισσα.

"Θείο Αλέξη να σου πω ένα μυστικό; Μια μέρα όταν μεγαλώσω θα λέω κι εγώ παραμύθια ή μάλλον δεν θα τα λέω, γιατί δεν θα μάθω ποτέ να τα λέω τόσο όμορφα όπως εσύ! Θα τα γράφω! Παραμύθια για μεγάλους όμως! Θα γράψω και για σένα! Με πιστεύεις θείο Αλέξη;"

"Και βέβαια σε πιστεύω Σοφούλα μου..."


Σοφία Τανακιδου 

23/6/24


Και να που σήμερα το θυμήθηκα κι έγραψα για σένα θείο Αλέξη... έχεις χρόνια που έφυγες από κοντά μας αλλά δεν ξέχασα ποτέ ούτε την μορφή σου, ούτε τα παραμύθια σου, ούτε τις αλήθειες σου...

γιατί τους ανθρώπους που αγαπάς, τους ανθρώπους που σε αγαπούν τίποτα και κανένας δεν τους σβήνει από την μνήμη...

Μαύρο σε κόκκινο φόντο.

 

Έχω ένα σκοπό... να αντέξω...

Ξέρω πόσο απάνθρωπα θα με ματώσουν, 

χρόνια ματώνουν οτιδήποτε ματώνει δίνοντας ζωή στους ίδιους.

Χρόνια στο μαύρο κυκλώνουν το κορμί μου,

χρόνια στο μαύρο κυκλώνουν την ψυχή μου.

Εξάλλου έτσι ματωμένη εγώ γεννήθηκα, 

Τι να φοβηθώ απο το κόκκινο;

Το μαύρο σας μόνο φοβάμαι κι απεχθάνομαι!

Μα έχω ένα σκοπό... να αντέξω...

Μέχρι που θα με δείτε γυμνή να περνώ από δίπλα σας, μέχρι που το κορμί μου να γίνει άγρια φωνή διψασμένη για χρώμα.

Μέχρι που το κορμί μου δίχως φόβο να αγκαλιάσετε,

μέχρι που τη φωνή μου που σωπαίνει να ακούσετε...

Κι όταν θα κυλήσει κι η τελευταία σταγόνα κόκκινο από το χρόνια ματωμένο κορμί μου, μην κλάψετε για τον σημερινό στιγμιαίο θάνατο μου, παρά μόνο για αυτή τη δόλια ζωή που δεν έζησε, όχι μόνο εγώ, αλλά καμμία μας.


Σοφία Τανακιδου 

5/11/24

Εις μνήμην

 

Δυο χρόνια καίει μέσα μου 

μία επιθυμία

να κάψω τα ποιήματα 

που έγραψα για τρένα.

Μα μέσα σε όλα είχα εκεί 

πάντα την λέξη μάνα!


"Μαμά μου που δεν με άφηνες 

να ταξιδεύω μόνη 

οι πιο γλυκές μου ανάμνησες 

οι δυό μας στο βαγόνι"


Πώς να τις κάψω στο χαρτί 

στη μνήμη πώς να θάψω 

Κι έτσι απλά απ' την καρδιά 

όλες να τις πετάξω;


Δύο χρόνια ακούω να περνούν 

τα τρένα και τρομάζω 

και την αγάπη μου γι' αυτά 

σε θλίψη την αλλάζω. 


Τι φταίν όμως τα σίδερα;

Τι φταίν οι λαμαρίνες;

Οι φταίχτες δεν εβρέθηκαν 

κι ας φεύγουνε οι μήνες.


Βαμμένα χέρια με αίματα 

μες τις γεμάτες τσέπες 

μιας και ποτέ δε θα τα βρουν,

ποτέ δε θα πληρώσουν, 

οι Ερινύες ύαινες 

οφείλουν να το πράξουν, 

τον ύπνο και τον ξύπνιο τους 

να τον κατασπαράξουν. 

Να ακούν τα τρένα της οργής 

τα μοιρολόγια μάνας 

μέχρι να σβήσει ο ήλιος τους, 

μέχρι να παραδώσουν,

στον Άδη μαύρες τους ψυχές...

και έτσι να γλυτώσουν.


"Μαμά μου που δεν με άφηνες 

να ταξιδεύω μόνη, 

συντρόφευε για χάρη μου 

- εκεί ψηλά -

57 ακόμη"


Σοφία Τανακιδου

30/1/25

Άγγελος χωρίς φτερά.

 

Όλοι είχαν να λένε:  Άγιος άνθρωπος!

Το φανέρωνε εξάλλου και το όνομά της: Αγγέλω! 

Όλοι έτσι την λέγανε. Όνομα και πράγμα! Πάντα με το χαμόγελο, με την καλή της κουβέντα, δεν είχε ξεστομίσει ποτέ κακό λόγο για κανέναν, ακόμη και για τους εχθρούς της πάντα κάτι καλό έλεγε. Αλλά είχε εχθρούς η Αγγέλω; Πώς θα μπορούσε; Σε τόση καλοσύνη χώραγε εχθροσύνη;

Πώς μπορείς να έχεις εχθρό έναν άγγελο;

Όλοι την αγαπούσαν και όλοι την συμβουλεύονταν όλους τους καημούς τους της έλεγαν και τα μυστικά τους. 

Είχε κάτι πάνω της αυτή η γυναίκα που σαν την έβλεπες θαρρείς και άνοιγε η καρδιά σου κι ήθελες να της εξομολογηθεις τα πάντα!! Ένιωθαν μέσα τους πως δεν θα τους πρόδιδε σε κανέναν κι ούτε θα τους κατηγορούσε για τις μικρές αμαρτίες που μοιράζονταν μαζί της. Εξομολόγος δίχως ράσο! Απλώς άγγελος!! Τίποτα δεν είχε μαρτυρήσει ποτέ!

Θα μαθεύοταν αν είχε μαρτυρήσει έστω και κάτι στο μικρό χωριό τους, ένα που το έλεγαν κι ένα που το ξέχναγε.

Κάθε πρωί το σπιτικό της ήταν ανοικτό για την εξομολόγηση...

Ένα πρωινό όμως λίγο πριν τα Χριστούγεννα χτύπησαν την πόρτα και δεν άνοιξε!

Πέρασαν ένας ένας όσοι μοιράζονταν τα μυστικά τους μαζί της.

Χτύπησαν ξαναχτύπησαν καμία απάντηση!

Πρώτη φορά στα τόσα χρόνια που την γνώριζαν όταν ήρθε νύφη στο χωριό τους και δεν ήταν και λίγα...

Το βράδυ όταν γύρισε ο άντρας της από την δουλειά, τους βρήκε έξω από την πόρτα να αναρωτιούνται τι απέγινε. Ο άντρας απάντησε πως αυτός την άφησε σπίτι όταν έφυγε το πρωί για το μεροκάματο, μα το σπίτι μέσα ήταν άδειο! Συγυρισμενο, καθαρό μα άδειο!

Όλη την νύχτα έψαχναν να την βρουν, οργάνωσαν περιπολίες και χωρίστηκαν σε ομάδες, άλλοι ανέβηκαν στο βουνό κι άλλοι γύριζαν στα σοκάκια. 

Πέρασε μια βδομάδα έτσι κι όσο κι αν έψαξαν, όπου κι αν έψαξαν, πουθενά η Αγγέλω!

Οι άγιες μέρες των Χριστουγέννων πέρασαν, έφτασε η πρωτοχρονιά πουθενά η Αγγέλω! 

Κανένα σπίτι δε στόλισε, κανένα γλέντι δε διοργανώθηκε κι η μόνη ευχή που ξεστόμιζαν σε όλες τις άγιες μέρες ήταν μια μόνο: Να βρεθεί η Αγγέλω τους!

Το νέο διαδόθηκε με την καινούργια χρονιά και στα γειτονικά χωριά ώσπου έφτασε και στα αυτιά της αστυνομίας:

- Γιατί δεν ήρθατε να μας καταγγείλετε ότι εξαφανίστηκε η γυναίκα σας; ρώτησε ο αστυνομικός τον άντρα της κι άρχισε την ανάκριση.

- Περίμενα πως θα γυρίσει! απάντησε εκείνος!

- Έχει ξαναφύγει; Το κάνει συχνά;

 - Όχι πρώτη φορά έφυγε!

 -Πόσα χρόνια είστε παντρεμένοι;

- Ούτε θυμάμαι αστυνόμε μου, πάρα πολλά, δεν είχε φύγει ποτέ ούτε μέρα από το σπίτι μας.

- Και περιμένετε έτσι απλά να γυρίσει; 

Έπρεπε να μας ειδοποιήσετε, μπορεί να της έκανε κάτι κακό κάποιος εχθρός της ή να της κάνατε εσείς κάτι κακό!

 - Εγώ; Γιατί να της έκανα εγώ κακό; Ένας άγγελος ήταν η Αγγέλω μου! Ρωτήστε όποιον θέλετε στο χωριό! Η καλύτερη γυναίκα ήταν! Ούτε εχθρούς είχε όλοι την αγαπούσαν! Ήταν ένας άγγελος σας λέω!

 - Ήταν;

Γιατί μιλάτε σε χρόνο παρελθοντικό; Νιώθετε ότι έχει πεθάνει; Η το ξέρετε γιατί την σκοτώσατε εσείς;

 - Δεν έχει πεθάνει! Δεν μπορεί να έχει πεθάνει! Και θα γυρίσει! Το ξέρω ότι θα γυρίσει για αυτό και μόνο δεν σας ειδοποίησα , αλλά δε ξέρω το πότε!

 - Και πώς είστε σίγουρος ότι θα γυρίσει;

 - Δεν μπορώ να σας πω! Δηλαδή δεν θα με πιστέψετε κι αν σας πω!

 - Δοκίμασε να μου πεις και θα αποφασίσω εγώ αν θα σε πιστέψω ή όχι!

 - Είμαι σίγουρος ότι θα γυρίσει γιατί έχει αφήσει πίσω τα φτερά της!

 - Είστε τρελός κύριε μου;!

 - Όχι αλήθεια λέω, τα έχω κλειδωμένα σε ένα μπαούλο, κοιτάξτε εδώ έχω το κλειδί κρεμασμένο στο λαιμό μου πάντα για να μην τα πάρει!

 - Τα φτερά της; Από το μπαούλο;

 - Ναι!

 - Πάμε να μου τα δείξεις κι ίσως σε πιστέψω! 

 - Δεν μπορώ να ανοίξω το μπαούλο μπορεί να εμφανιστεί ξαφνικά μπροστά μας και να πάρει τα φτερά και να φύγει.

 - Έχει ήδη φύγει κύριε μου!

 - Ναι, αλλά θα γυρίσει, χωρίς τα φτερά της θα γυρίσει, αν τα βρει όμως θα φύγει για πάντα.

 - Νομίζω πως θα χρειαστεί να σας μιλήσει ψυχίατρος! Αλλά μέχρι τότε δώστε μου το κλειδί θα ανοίξω προσεκτικά μην φοβάστε δεν θα την αφήσω να τα πάρει τα φτερά της! Καλύτερα να μου το δώσετε ήρεμα κι ωραία και να μην αναγκαστώ να το πάρω με την βία! τον ανάγκασε μια με το καλό και μια με το άγριο ο αστυνόμος τελικά για να του δώσει το κλειδί.

 - Εντάξει! Αλλά να προσέχετε μην εμφανιστεί ξαφνικά!

 - Θα προσέχω!

 - Εγώ θα φυλάω την είσοδο! συμφώνησε ο άντρας και του έδωσε το κλειδί διστακτικά.


Ο αστυνόμος με το κλειδί στο χέρι ανέβηκε στην σοφίτα του σπιτιού όπου ήταν φυλαγμένο το σεντούκι, την στιγμή που γύρισε το κλειδί στην κλειδαριά κοίταξε για ένα λεπτό επιφυλακτικά γύρω του επηρεασμένος από τα λεγόμενα του άντρα της Αγγέλως, αυτό που φοβόταν όμως περισσότερο ήταν το τι θα έβρισκε μέσα στο μπαούλο. Φοβόταν μήπως αντί για τα φτερά βρει την ίδια μέσα σκοτωμένη από τον τρελό άντρα της και κρύος ιδρώτας άρχισε να τον λούζει! Πήρε μια βαθιά ανάσα κι άνοιξε το μπαούλο.

"Θεέ μου! Αλήθεια είναι φτερά!" μουρμούρισε και συγχρόνως αισθάνθηκε κάτι να αγγίζει απαλά τον ώμο του

 - Μην τρομάξεις, σε παρακαλώ μη φωνάξεις μια γυναικεία φωνή του ψιθύρισε στο αυτί.

Ήταν εκεί μπροστά του! Την αναγνώρισε από τις φωτογραφίες! Η Αγγέλω!

- Η Αγγέλω είσαι; Σε ψάχνει όλο το χωριό δέκα μέρες!

-Εδώ ήμουν δεν έφυγα λεπτό από το σπίτι! Εδώ κρυβόμουν!

- Κρυβόσουν; Από ποιον από τον άντρα σου; Σε κακομεταχειρίζεται; Πες μου τι σου κάνει κι εγώ θα τον βάλω φυλακή αμέσως!

 - Δεν θέλω το κακό του! Δεν με κακομεταχειρίζεται! Με αγαπάει! Έχει όμως τα φτερά μου! Αυτά θέλω! Μόνο αυτά θέλω! Θα μου τα φορέσεις σε παρακαλώ; Δεν μπορώ μόνη! Μπορώ μόνο να τα βγάλω μόνη μου! Κανείς δεν μπορεί να μου τα βγάλει όσο τα φορώ! Πρέπει κάποιος να μου τα φορέσει όμως! Θα με βοηθήσεις;

Δεν θα αρνιόταν! Για αυτό βρισκόταν εκεί! Για να την βρει και να την βοηθήσει! Αυτή ήταν εξάλλου η δουλειά του κι αν έκανε κάτι καλά στη ζωή του αυτό ήταν η δουλειά του!

Έβγαλε τα φτερά από το μπαούλο ενώ εκείνη του γύριζε την πλάτη και έβγαλε βιαστικά το φόρεμα της

- Τοποθέτησε τα στα σημάδια που βλέπεις, του εξήγησε.

Στην πλάτη της ήταν εμφανή δύο χαρακιές από άκρη σε άκρη κάθετα, έσυρε τα φτερά πάνω στις χαρακιές κι αυτά έγιναν ένα με το κορμί της, ζωντάνεψαν κι άνοιξαν διάπλατα κι ένα δυνατό φως απλώθηκε σε όλο το σπίτι.

Άκουσε το ουρλιαχτό του άντρα της που κατάλαβε πως το "κακό" είχε συμβεί.

 - Ευχαριστώ πολύ! Τώρα μπορώ να φύγω, είπε στον αστυνόμο. 

 - Να σε ρωτήσω πριν φύγεις;

Καταλαβαίνω ότι δεν μπορούσες να φύγεις χωρίς αυτά! Γιατί τα έβγαλες όμως;

 - Τον αγάπησα!

 - Δεν τον αγαπάς πια;

 - Θα τον αγαπώ πάντα, δε ξέρω να μισώ, μα πόσο μπορείς να μείνεις με κάποιον που σου κλειδώνει τα φτερά που του πρόσφερες;"


Σοφία Τανακιδου 

8/1/25

Αν είχε πρόσωπο η ψυχή.

 



Αν σου έδειχνε το πρόσωπο της η ψυχή,

που την τρυπούν αλύπητα τα λόγια 

και οι πράξεις σου άνθρωπε...

Θα σώπαινες για λίγο ή για πάντα;

Θα συναισθανόσουν τι της προκαλείς 

ή θα έμενες όπως είσαι απαθής;

Μην μολύνεις άλλο την ψυχή 

γιατί θαρρείς πως δεν τη βλέπει 

μέσα εκεί κανείς...


Μπορεί να βρει και πρόσωπο 

όπως βρίσκει 

- για να σ' ανέχεται - αντοχή

κι εσύ να μην βρίσκεις 

που να κρύψεις το δικό σου 

απο ντροπή.


Σοφία Τανακιδου 

2/4/25



Ο άγνωστος του τρένου ΙC 62

 

 


Κρατούσε στο χέρι το εισιτήριο, δεν είχε αποσκευές μαζί του, μόνο μέσα στην δεξιά τσέπη από το μαύρο μπουφάν του, ένα μικρό κουτάκι τυλιγμένο σε χρυσαφί χαρτί.

Μπήκε στο πέμπτο βαγόνι και κάθησε στη θέση 22.

Δίπλα του μια παρέα παιδιών δεν σταμάτησαν να συνομιλούν. Άκουγε τα πάντα αλλά δεν έβγαλε μιλιά αυτός. Δεν τον ενοχλούσαν, ήταν φοιτητές και γύριζαν μετά το τριήμερο στο πανεπιστήμιο τους...

Δεν τον ενοχλούσαν... αγαπούσε τους νέους, όχι ότι αυτός ήταν ιδιαίτερα μεγάλος...

40 χρόνων ήταν!

Μόλις πριν λίγες μέρες τα είχε κλείσει!

Τα είχε περάσει μόνος του τα γενέθλια του, όπως τα τελευταία 3 χρόνια, από τότε που χώρισε από μια μακροχρόνια σχέση...

Όχι κακός χωρισμός απλά αναγκαίος...

η απόσταση τους είχε κουράσει... αυτός Αθήνα, η αγαπημένη του Θεσσαλονίκη... κάποια στιγμή κάποιος έπρεπε να κάνει το βήμα να αλλάξει διεύθυνση... κανένας όμως δεν το αποφάσιζε...

Αποφάσισαν τελικά ότι η αγάπη τους δεν ήταν αρκετή για να αντέξει!


Τρία χρόνια ούτε ένα μήνυμα ούτε μια λέξη...το είχαν αποφασίσει μαζί...για να ξεχάσουν...για να μην πονάνε...να μην θυμούνται...

Καλύτερα ούτε καν φίλοι... "πονάει" είπαν και οι δύο, καλύτερα να προχωρήσουμε στη ζωή σαν ξένοι!

Μα ξαφνικά εκείνη έσπασε τον όρκο, του τηλεφώνησε...

Χρόνια πολλά του είπε κι έκλεισε το τηλέφωνο...

Απλώς χρόνια πολλά...

Κι εκείνος άκουσε μέσα σε αυτό το "χρόνια πολλά" ότι εκείνη ποτέ δεν τον ξέχασε.

Κι εκείνος άκουσε μέσα στο "χρόνια πολλά" ότι ούτε εκείνος την ξέχασε...

Δεν κοιμήθηκε όλη νύχτα... σκεφτόταν... σκεφτόταν...

Σκεφτόταν πως θα ζούσε όλα αυτά τα πολλά χρόνια χωρίς εκείνη! Όταν ξημέρωσε η απάντηση ήταν ήδη μπροστά του: Δεν μπορούσε!

Πήγε στη δουλειά του και κατευθύνθηκε στο γραφείο του αφεντικού του αφήνοντας ένα έγγραφο οικειοθελής αποχώρησης από την επιχείρηση. Χαιρέτισε τους συναδέλφους του και κατευθύνθηκε προς το πλησιέστερο κοσμηματοπωλείο...

Ύστερα πήγε στον σπιτονοικοκύρη του κι άφησε τα κλειδιά του σπιτιού στα χέρια του.

"Φεύγω δεν θα πάρω τίποτα μαζί μου, δώσε τα ρούχα μου στην εκκλησία" του ζήτησε ξέροντας ότι ο ιδιοκτήτης θα εκπλήρωνε την επιθυμία του.

Δεν ήθελε να πάρει τίποτα μαζί του! Θα άρχιζε μια καινούργια ζωή, μαζί της πια! Όλα καινούργια! Όλα νέα! Όλα για... χρόνια πολλά πια μαζί της!

Κι ανέβηκε στο τρένο, την τελευταία μέρα του Φλεβάρη, οραματιζόμενος μια άνοιξη μαζί της,

απόλυτα σίγουρος, απόλυτα έτοιμος, απόλυτα άδειος από το παρελθόν και γεμάτος μόνο με μέλλον, μέλλον κρυμμένο μέσα στην δεξιά του τσέπη, ένα μικρό κουτάκι τυλιγμένο με χρυσαφί χαρτί... που θα της το έδινε μόλις έφτανε Θεσσαλονίκη...

Δεν τον περίμενε, δεν είχε ιδέα εκείνη ότι θα έπρεπε να τον περιμένει... αλλά μέσα του ήξερε ότι θα τον δεχόταν, ότι θα του έλεγε "Ναι"

Αυτό το "Ναι" συλλογιόταν όταν έπινε τον καφέ του στο κυλικείο του τρένου για να κατορθώσει να παραμείνει ξύπνιος, καταστρώνοντας σχέδια για τους δυο τους...

Κι όχι δε συνέβη αυτό που λένε συνήθως πως γελάει ο θεός όταν οι άνθρωποι καταστρώνουν σχέδια...

Δεν γέλασε ο θεός...

Αντίθετα... ήταν ο μόνος που δάκρυσε για κείνον...τον άγνωστο του τρένου...

Ήταν ο μόνος που τον αναγνώρισε όταν έφτασε δίπλα του...

Γιατί στη γη, ήταν τόσο ισχυρή η έκρηξη από την σύγκρουση του τρένου του, μετωπικά με ένα άλλο εμπορικό τρένο... και τόση η βιασύνη των αρμόδιων να τσιμεντώσουν τα πάντα, που κανείς δεν θα μάθαινε γι' αυτόν...

Δεν θα ήταν παρά ένα συν, ένας σταυρός που θα ακολουθούσε το 57...

57 +

Κι όπως δεν θα άφηναν ποτέ να μαθευτεί το τι κουβαλούσε εκείνο το εμπορικό... έτσι και κανείς δεν θα μάθαινε το όνομα του αγνώστου του τρένου και τι κουβαλούσε μαζί του... στη δεξιά τσέπη του μπουφάν του μέσα σε ένα μικρό κουτάκι τυλιγμένο σε χρυσαφί χαρτί... 


Σοφία Τανακιδου

10/4/25