Όλοι είχαν να λένε: Άγιος άνθρωπος!
Το φανέρωνε εξάλλου και το όνομά της: Αγγέλω!
Όλοι έτσι την λέγανε. Όνομα και πράγμα! Πάντα με το χαμόγελο, με την καλή της κουβέντα, δεν είχε ξεστομίσει ποτέ κακό λόγο για κανέναν, ακόμη και για τους εχθρούς της πάντα κάτι καλό έλεγε. Αλλά είχε εχθρούς η Αγγέλω; Πώς θα μπορούσε; Σε τόση καλοσύνη χώραγε εχθροσύνη;
Πώς μπορείς να έχεις εχθρό έναν άγγελο;
Όλοι την αγαπούσαν και όλοι την συμβουλεύονταν όλους τους καημούς τους της έλεγαν και τα μυστικά τους.
Είχε κάτι πάνω της αυτή η γυναίκα που σαν την έβλεπες θαρρείς και άνοιγε η καρδιά σου κι ήθελες να της εξομολογηθεις τα πάντα!! Ένιωθαν μέσα τους πως δεν θα τους πρόδιδε σε κανέναν κι ούτε θα τους κατηγορούσε για τις μικρές αμαρτίες που μοιράζονταν μαζί της. Εξομολόγος δίχως ράσο! Απλώς άγγελος!! Τίποτα δεν είχε μαρτυρήσει ποτέ!
Θα μαθεύοταν αν είχε μαρτυρήσει έστω και κάτι στο μικρό χωριό τους, ένα που το έλεγαν κι ένα που το ξέχναγε.
Κάθε πρωί το σπιτικό της ήταν ανοικτό για την εξομολόγηση...
Ένα πρωινό όμως λίγο πριν τα Χριστούγεννα χτύπησαν την πόρτα και δεν άνοιξε!
Πέρασαν ένας ένας όσοι μοιράζονταν τα μυστικά τους μαζί της.
Χτύπησαν ξαναχτύπησαν καμία απάντηση!
Πρώτη φορά στα τόσα χρόνια που την γνώριζαν όταν ήρθε νύφη στο χωριό τους και δεν ήταν και λίγα...
Το βράδυ όταν γύρισε ο άντρας της από την δουλειά, τους βρήκε έξω από την πόρτα να αναρωτιούνται τι απέγινε. Ο άντρας απάντησε πως αυτός την άφησε σπίτι όταν έφυγε το πρωί για το μεροκάματο, μα το σπίτι μέσα ήταν άδειο! Συγυρισμενο, καθαρό μα άδειο!
Όλη την νύχτα έψαχναν να την βρουν, οργάνωσαν περιπολίες και χωρίστηκαν σε ομάδες, άλλοι ανέβηκαν στο βουνό κι άλλοι γύριζαν στα σοκάκια.
Πέρασε μια βδομάδα έτσι κι όσο κι αν έψαξαν, όπου κι αν έψαξαν, πουθενά η Αγγέλω!
Οι άγιες μέρες των Χριστουγέννων πέρασαν, έφτασε η πρωτοχρονιά πουθενά η Αγγέλω!
Κανένα σπίτι δε στόλισε, κανένα γλέντι δε διοργανώθηκε κι η μόνη ευχή που ξεστόμιζαν σε όλες τις άγιες μέρες ήταν μια μόνο: Να βρεθεί η Αγγέλω τους!
Το νέο διαδόθηκε με την καινούργια χρονιά και στα γειτονικά χωριά ώσπου έφτασε και στα αυτιά της αστυνομίας:
- Γιατί δεν ήρθατε να μας καταγγείλετε ότι εξαφανίστηκε η γυναίκα σας; ρώτησε ο αστυνομικός τον άντρα της κι άρχισε την ανάκριση.
- Περίμενα πως θα γυρίσει! απάντησε εκείνος!
- Έχει ξαναφύγει; Το κάνει συχνά;
- Όχι πρώτη φορά έφυγε!
-Πόσα χρόνια είστε παντρεμένοι;
- Ούτε θυμάμαι αστυνόμε μου, πάρα πολλά, δεν είχε φύγει ποτέ ούτε μέρα από το σπίτι μας.
- Και περιμένετε έτσι απλά να γυρίσει;
Έπρεπε να μας ειδοποιήσετε, μπορεί να της έκανε κάτι κακό κάποιος εχθρός της ή να της κάνατε εσείς κάτι κακό!
- Εγώ; Γιατί να της έκανα εγώ κακό; Ένας άγγελος ήταν η Αγγέλω μου! Ρωτήστε όποιον θέλετε στο χωριό! Η καλύτερη γυναίκα ήταν! Ούτε εχθρούς είχε όλοι την αγαπούσαν! Ήταν ένας άγγελος σας λέω!
- Ήταν;
Γιατί μιλάτε σε χρόνο παρελθοντικό; Νιώθετε ότι έχει πεθάνει; Η το ξέρετε γιατί την σκοτώσατε εσείς;
- Δεν έχει πεθάνει! Δεν μπορεί να έχει πεθάνει! Και θα γυρίσει! Το ξέρω ότι θα γυρίσει για αυτό και μόνο δεν σας ειδοποίησα , αλλά δε ξέρω το πότε!
- Και πώς είστε σίγουρος ότι θα γυρίσει;
- Δεν μπορώ να σας πω! Δηλαδή δεν θα με πιστέψετε κι αν σας πω!
- Δοκίμασε να μου πεις και θα αποφασίσω εγώ αν θα σε πιστέψω ή όχι!
- Είμαι σίγουρος ότι θα γυρίσει γιατί έχει αφήσει πίσω τα φτερά της!
- Είστε τρελός κύριε μου;!
- Όχι αλήθεια λέω, τα έχω κλειδωμένα σε ένα μπαούλο, κοιτάξτε εδώ έχω το κλειδί κρεμασμένο στο λαιμό μου πάντα για να μην τα πάρει!
- Τα φτερά της; Από το μπαούλο;
- Ναι!
- Πάμε να μου τα δείξεις κι ίσως σε πιστέψω!
- Δεν μπορώ να ανοίξω το μπαούλο μπορεί να εμφανιστεί ξαφνικά μπροστά μας και να πάρει τα φτερά και να φύγει.
- Έχει ήδη φύγει κύριε μου!
- Ναι, αλλά θα γυρίσει, χωρίς τα φτερά της θα γυρίσει, αν τα βρει όμως θα φύγει για πάντα.
- Νομίζω πως θα χρειαστεί να σας μιλήσει ψυχίατρος! Αλλά μέχρι τότε δώστε μου το κλειδί θα ανοίξω προσεκτικά μην φοβάστε δεν θα την αφήσω να τα πάρει τα φτερά της! Καλύτερα να μου το δώσετε ήρεμα κι ωραία και να μην αναγκαστώ να το πάρω με την βία! τον ανάγκασε μια με το καλό και μια με το άγριο ο αστυνόμος τελικά για να του δώσει το κλειδί.
- Εντάξει! Αλλά να προσέχετε μην εμφανιστεί ξαφνικά!
- Θα προσέχω!
- Εγώ θα φυλάω την είσοδο! συμφώνησε ο άντρας και του έδωσε το κλειδί διστακτικά.
Ο αστυνόμος με το κλειδί στο χέρι ανέβηκε στην σοφίτα του σπιτιού όπου ήταν φυλαγμένο το σεντούκι, την στιγμή που γύρισε το κλειδί στην κλειδαριά κοίταξε για ένα λεπτό επιφυλακτικά γύρω του επηρεασμένος από τα λεγόμενα του άντρα της Αγγέλως, αυτό που φοβόταν όμως περισσότερο ήταν το τι θα έβρισκε μέσα στο μπαούλο. Φοβόταν μήπως αντί για τα φτερά βρει την ίδια μέσα σκοτωμένη από τον τρελό άντρα της και κρύος ιδρώτας άρχισε να τον λούζει! Πήρε μια βαθιά ανάσα κι άνοιξε το μπαούλο.
"Θεέ μου! Αλήθεια είναι φτερά!" μουρμούρισε και συγχρόνως αισθάνθηκε κάτι να αγγίζει απαλά τον ώμο του
- Μην τρομάξεις, σε παρακαλώ μη φωνάξεις μια γυναικεία φωνή του ψιθύρισε στο αυτί.
Ήταν εκεί μπροστά του! Την αναγνώρισε από τις φωτογραφίες! Η Αγγέλω!
- Η Αγγέλω είσαι; Σε ψάχνει όλο το χωριό δέκα μέρες!
-Εδώ ήμουν δεν έφυγα λεπτό από το σπίτι! Εδώ κρυβόμουν!
- Κρυβόσουν; Από ποιον από τον άντρα σου; Σε κακομεταχειρίζεται; Πες μου τι σου κάνει κι εγώ θα τον βάλω φυλακή αμέσως!
- Δεν θέλω το κακό του! Δεν με κακομεταχειρίζεται! Με αγαπάει! Έχει όμως τα φτερά μου! Αυτά θέλω! Μόνο αυτά θέλω! Θα μου τα φορέσεις σε παρακαλώ; Δεν μπορώ μόνη! Μπορώ μόνο να τα βγάλω μόνη μου! Κανείς δεν μπορεί να μου τα βγάλει όσο τα φορώ! Πρέπει κάποιος να μου τα φορέσει όμως! Θα με βοηθήσεις;
Δεν θα αρνιόταν! Για αυτό βρισκόταν εκεί! Για να την βρει και να την βοηθήσει! Αυτή ήταν εξάλλου η δουλειά του κι αν έκανε κάτι καλά στη ζωή του αυτό ήταν η δουλειά του!
Έβγαλε τα φτερά από το μπαούλο ενώ εκείνη του γύριζε την πλάτη και έβγαλε βιαστικά το φόρεμα της
- Τοποθέτησε τα στα σημάδια που βλέπεις, του εξήγησε.
Στην πλάτη της ήταν εμφανή δύο χαρακιές από άκρη σε άκρη κάθετα, έσυρε τα φτερά πάνω στις χαρακιές κι αυτά έγιναν ένα με το κορμί της, ζωντάνεψαν κι άνοιξαν διάπλατα κι ένα δυνατό φως απλώθηκε σε όλο το σπίτι.
Άκουσε το ουρλιαχτό του άντρα της που κατάλαβε πως το "κακό" είχε συμβεί.
- Ευχαριστώ πολύ! Τώρα μπορώ να φύγω, είπε στον αστυνόμο.
- Να σε ρωτήσω πριν φύγεις;
Καταλαβαίνω ότι δεν μπορούσες να φύγεις χωρίς αυτά! Γιατί τα έβγαλες όμως;
- Τον αγάπησα!
- Δεν τον αγαπάς πια;
- Θα τον αγαπώ πάντα, δε ξέρω να μισώ, μα πόσο μπορείς να μείνεις με κάποιον που σου κλειδώνει τα φτερά που του πρόσφερες;"
Σοφία Τανακιδου
8/1/25