Σε ένα δάσος απομακρυσμένο και κρυμμένο από του κόσμου το βλέμμα ζούσε ένα ζευγάρι λύκων, οι λύκοι αυτοί δεν είχαν παιδιά, χρόνια προσπαθούσαν να αποκτήσουν, αλλά η λύκαινα αντί για μήτρα μέσα της είχε έναν δαίμονα που δεν άφηνε να γονιμοποιηθούν παιδιά τα έλιωνε πριν δημιουργηθούν στο λεπτό.
Μια μέρα ο λύκος πήγε στον μάγο της αγέλης και τον ρώτησε τι έπρεπε να κάνουν για να σκοτώσουν τον δαίμονα της κοιλιάς της λύκαινας και να κρατήσουν επιτέλους ένα παιδί στην αγκαλιά τους και ο μάγος τους είπε να υιοθετήσουν ένα αρνί
" Ένα άσπρο αρνί θα διώξει το δαίμονα και θα σας φέρει μια ευτυχισμένη οικογένεια αλλά πρόσεξε, θα φροντίζεις το αρνί σαν τα μάτια σου, δε θα αφήσεις να του συμβεί κανένα κακό"
Έτσι κι έγινε.
Την επόμενη κιόλας μέρα ο λύκος κατέβηκε στο χωριό πήγε σε μια στάνη και διάλεξε το πιο άσπρο αρνί, το άρπαξε και το έφερε σπίτι του, οι υπόλοιποι λύκοι όρμησαν να το ξεσκίσουν αλλά δεν τους άφησε να το πλησιάσουν.
"Όποιος τολμήσει να πειράξει το αρνί θα έχει να κάνει μαζί μου" τους είπε,
κι επειδή ήταν ο πιο δυνατός λύκος της αγέλης όλοι τον φοβόντουσαν και δεν ξαναπλησίασαν το αρνί.
Σε λίγους μήνες ήρθαν τα πρώτα λυκάκια που αγάπησαν το αρνί από την πρώτη στιγμή, έπαιζαν μαζί του σαν να ήταν πραγματικό αδερφάκι τους.
Κι όλη η αγέλη με τον καιρό αγάπησε το αρνί και δεν το έβλεπε πια σαν αρνί, ούτε το μύριζε σαν αρνί, αν κοιτούσες μέσα στα μεγάλα τους μάτια δεν έβλεπαν παρά μόνο έναν τεράστιο πανέμορφο λύκο.
Μόνο οι γονείς που το υιοθέτησαν το έβλεπαν αρνί, δε μπορούσαν να δουν το λύκο που μεγάλωναν, για αυτούς ήταν πάντα ένα άσπρο αρνί που έκλεψαν από μια στάνη για να διώξουν το δαίμονα από την κοιλιά της λύκαινας.
Κι ο δαίμονας είχε φύγει και η λύκαινα είχε ακόμα δύο γέννες και έφερε στη ζωή ακόμα έξι λυκάκια.
Έπεσε χειμώνας βαρύς εκείνο τον χρόνο, τα λυκάκια πεινούσαν και έκλαιγαν και δεν υπήρχε πουθενά τροφή, μάταια έψαχνε όλη η αγέλη και τότε είπε η λύκαινα στον λύκο.
" Καιρός να φάμε το αρνί, πρέπει να τα ταίσουμε τα παιδιά μας" και ο λύκος συμφώνησε.
Κι έπιασαν το αρνί μέσα στα δυνατά τους δόντια και το σκότωσαν κι ύστερα το έκοψαν κομματάκια και το μοίρασαν στα παιδιά τους.
Εκείνα κοίταξαν το κρέας μπροστά τους μα δεν το άγγιξαν.
" Δεν τρώμε λύκο εμείς" είπαν όλα με μια φωνή κι έμειναν νηστικά ακόμα μία νύχτα.
Το πρωί είχαν πεθάνει όλα από την πείνα και ο δαίμονας είχε ξαναγυρίσει στην κοιλιά της λύκαινας.
Κι ο λύκος ανέβηκε στο βουνό και άρχισε να ουρλιάζει και να καταριέται το αρνί που έγινε λύκος και άφησε νηστικά τα παιδιά του.
Σοφία Τανακίδου
16/1/19
(Απόσπασμα από το μυθιστόρημα που γράφω)