Ξύπνησε στην μέση της νύχτας, το ρολόι έγραφε 3 έναν τόσο μικρό αριθμό σε αντίθεση με τους σφυγμούς της που πρέπει να είχαν ξεπεράσει τους 200.
Σηκώθηκε τρέμοντας από το κρεβάτι και μπήκε με τα ρούχα στην μπανιέρα.
Καθώς το νερό έτρεξε κρύο πάνω της οι σφυγμοί άρχισαν να χαλαρώνουν όπως κι ο τρόμος της.
Πέντε λεπτά κάτω από το παγωμένο νερό ηρέμησαν το σώμα μα την ψυχή ακόμη δεν το είχαν κατορθώσει. Έκλεισε τα μάτια και προσπάθησε να ταξιδέψει τις σκέψεις της
Να τις ταξιδέψει μακριά και πίσω, όλο και πιο πίσω στην απαρχή της ζωής της, στα χρόνια εκείνα τα εφηβικά που πίστευε πως το μόνο πράγμα που θα την πλήγωνε ποτέ ήταν να χάσει την πρώτη της αγάπη...
Πίστευε πως θα πεθάνει, πως η καρδιά της θα σταματήσει όταν χωρίσουν. Και χώρισαν! Κι άδειασε ένα τόνο κλάμα πάνω στο παγκάκι του πάρκου την ώρα που ο κολλητός της την παρηγορούσε και της σκούπιζε τα δάκρυα λέγοντας της πως δεν αξίζει να κλαίς για ό,τι δεν αξίζει.
Εκεί ξαναγύριζε πάντα στα δύσκολα σε εκείνη τη στιγμή που τότε ένιωθε πως ήταν η χειρότερη μα σήμερα ήταν αυτή που την κρατούσε, που της έπαιρνε τον πανικό και την ηρεμούσε ξανά και ξανά.
Που να φανταζόταν ότι μια τόσο πικρή στιγμή θα γινόταν το καταφύγιο που θα χωνόταν για χρόνια να σωθεί από τους εφιάλτες που δέσποζαν τις νύχτες της;
Άλλαξε ρούχα και περίμενε να ξημερώσει, οι ώρες κυλούσαν αργά και βασανιστικά μέχρι το ρολόι να χτυπήσει εφτά...
Ακόμη κι αν τον ξυπνούσε θα του τηλεφωνούσε, δεν άντεχε να περιμένει άλλο.
"Σε χρειάζομαι" του είπε...
Τίποτα άλλο! Εκείνος ήξερε...
Και δε θα αργούσε να έρθει δίπλα της!
Θα μπορούσε να παρατήσει τα πάντα για να βρίσκεται στο λεπτό δίπλα της, αν και ποτέ δεν του το ζήτησε. Της αρκούσε μόνο την φωνή του να ακούσει και να του δηλώσει πως τον χρειάζεται. Δεν την ενδιέφερε αν έρθει, έφτανε να ακούσει την ανάσα του απ το τηλέφωνο και την πάντα γλυκειά φωνή του να της λέει "Εδώ είμαι, πες μου..."
Μα τι να έλεγε;
Πώς να τον βυθίσει στα σκοτάδια της; Πώς να τον στείλει σε ένα λαβύρινθο μαζί της χωρίς επιστροφή; Ό,τι και να μοιραζόταν το μαύρο θα παρέμενε μαύρο κι ο πανικός τις νύχτες ολοζώντανος. Όσα συναισθήματα κι αν άδειαζε, όσα δάκρυα κι αν ξεχύνονταν ποτάμι από μέσα της, τίποτα δε θα άλλαζε, μόνο θα παρέσυρε κι εκείνον μαζί της μέσα στην απέραντη ζούγκλα της απελπισίας της.
Κι ίσως να θύμωνε με την αντοχή και την απάθεια που αντιμετώπιζε το κάθε τι, που το έθαβε μέσα στη σιωπή δηλητηριάζοντας κομμάτι κομμάτι το μέσα της. Πάντα η ίδια δεν θα άλλαζε. Πάντα απέξω δυνατή και ακέραια και μέσα της κομμάτια διαλυμένα που δεν έδεναν πουθενά.
Θα θύμωνε, θα φώναζε, κι ύστερα θα την αγκάλιαζε στοργικά όπως πάντα, ανίκανος να την βοηθήσει, ερείπιο μέσα του σαν ναυαγισμένο νησί, όχι ναυαγός, ολόκληρο νησί ναυαγισμένο με μόνο ναυαγό εκείνην που θα πνίγονταν αν δεν κρατιόταν κι αυτός στην επιφάνεια που τον βούλιαζαν τα συναισθήματα της.
"Έλα εδώ" της είπε και τα χέρια του απλώθηκαν σαν ουρανός και την αγκάλιασαν.
"Έλα εδώ" και τα λόγια του γίναν πανωφόρια να ζεστάνουν την παγωνιά της.
"Έλα εδώ" μια αχτίδα φωτός έσκισε το σκοτάδι και σφηνώθηκε μέσα στα μάτια του.
"Έλα εδώ μικρή μου"
Κι έγινε πάλι κοριτσάκι κι ο χρόνος κύλησε πάλι πίσω εκεί που όλα είχαν αρχίσει πάνω σ' ένα παγκάκι. Εκεί που όλα τώρα τελειώναν πάνω σε ένα παγκάκι... παρελθόν και σήμερα αντάμα... χωρίς μέλλον πια... αλλά με εκείνον δίπλα της μέχρι την τελευταία της στιγμή μαζί της.